ἀσυλλόγιστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />qu'on ne peut atteindre par le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συλλογίζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, A non-syllogistic, formally or materially invalid, χρῆσις Arist.APo.91b23, cf. Rh.1357b24, Phld. Rh.2.24S.; irrelevant, ἀ. πρὸς τὸ προκείμενον Anon.in SE16.33. 2 unattainable by reasoning, incalculable, Men.355.1, J.AJ4.7.1, al., Plu.2.24b,580d. II Act., not reasoning justly, unreasoning, Arist. SE167b35, cf. Plb.12.3.2; ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία Men.768: c.gen., not rationalizing, διάθεσις ἀ. τινῶν Chrysipp.Stoic.3.117; ἀ.τοῦ συμφέροντος not calculating it, J.AJ9.12.3; τοῦ χρησίμου Porph.Abst. 1.7. Adv.-τως, λέγειν Arist.APo.77b40; ἀ. ἔχειν τινός Plu. Caes.59.
Spanish (DGE)
-ον
I 1mal razonado, ilógico, διάνοια Hp.Ep.17, χρῆσις Arist.APo.91b23, de silogismos Arist.Rh.1357b24, cf. Phld.Rh.2.24, Chrysipp.Stoic.2.77, Alex.Aphr.in SE 89.32.
2 que no se puede dilucidar mediante razonamiento, oscuro ἀσυλλόγιστον ἡ Τύχη ποιεῖ τὸ συμφέρον Men.Fr.295, ἐν πράγμασιν ... πρὸς ἀνθρωπίνην ἀσυλλογίστοις φρόνησιν Plu.2.580d, cf. 2.24b
•fig. que no se puede calcular, incalculable πλῆθος ἀσυλλόγιστον καὶ ἀριθμοῦ κρεῖττον I.AI 4.161, cf. 8.174, 12.40.
3 que razona mal λόγοι Arist.SE 167b35, ἡ πονηρία Men.Fr.482, dicho de un historiador, Plb.12.3.2
•fig. que no calcula c. gen., de un rey τοῦ συμφέροντος ἀ. I.AI 9.255, οἱ ἀσυλλόγιστοι τοῦ χρησίμου Porph.Abst.1.7.
II adv. -ως
1 sin lógica, sin razonamiento λέγειν Arist.APo.77b40.
2 sin cálculo ἀ. ἅπτειν τοῦ μέλλοντος Plu.2.432d, cf. Caes.59.
German (Pape)
[Seite 379] durch Vernunftschlüsse nicht herauszubringen, unlogisch, Luc. conscr. hist. 17; συλλογισμοὶ ἀσ., Trugschlüsse, Sp.; wer etwas nicht berechnen kann, Pol. 12, 3; ἀ συλλογίστως ἔχειν περί τι, etwas nicht berechnen können, Plut. Caes. 59; ἅπτεσθαι τοῦ μέλλοντος Def. orac. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut atteindre par le raisonnement.
Étymologie: ἀ, συλλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυλλόγιστος:
1 неисчислимый, непостижимый (πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.);
2 неразумный, безрассудный (παιδαριώδης καὶ ἀ. Polyb.);
3 непоследовательный, нелогичный (λόγοι, τρόποι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυλλόγιστος: -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ λογικός, παράλογος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως αὐτόθι 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, ἀλόγιστος, ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· ἀσυλλόγιστος τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.
Greek Monolingual
και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM ἀσυλλόγιστος, -ον) συλλογίζομαι
1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος
2. ο απερίσκεπτος
νεοελλ.
αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.
Greek Monotonic
ἀσυλλόγιστος: -ον (συλλογίζομαι), αυτός που δεν συλλογίζεται ορθά, παράλογος· επίρρ. -τως, ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός, είμαι ανίκανος να σκεφτώ, να συλλογιστώ ορθά σχετικά με κάτι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
συλλογίζομαι
not reasoning justly:— adv., -τως, ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός to be unable to reason about a thing, Plut.