ὑποκάμπτω: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire des détours ; se détourner avant | |btext=faire des détours ; se détourner avant d'atteindre le but.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κάμπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:55, 11 December 2022
English (LSJ)
A bend short back, ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν they turned in the strap-end under the strap itself, Il.24.274; ὑποκεκαμμένα [τὰ σκέλη] Philum. ap. Aët.16.23. II intr., turn back, double as a hare, X.Cyn.5.16. III metaph., c. acc., fall short of, καιρὸν χάριτος A.Ag.786 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1219] 1) trans., umbiegen; als tmesis rechnet man hieher ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν Il. 24, 274. – 2) intrans., umkehren, zurückkehren, Xen. Cyn. 5, 16. – 3) darum-, herumgehen, dah. vermeiden; Aesch. vrbdt μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος, Ag. 760.
French (Bailly abrégé)
faire des détours ; se détourner avant d'atteindre le but.
Étymologie: ὑπό, κάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάμπτω:
1 подгибать назад (γλωχῖνα Hom. - in tmesi);
2 поворачивать назад, петлять Xen.: μήθ᾽ ὑπεράρας μήθ᾽ ὑποκάμψας καιρόν Aesch. не перескочив предела, но и не повернув, не достигнув его.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω ὀλίγον ὀπίσω ἢ ὑποκάτω, ὑπὸ γλωχῖνα δ’ ἔκαμψαν, ἔκαμψαν τὸ ἄκρον τοῦ ἱμάντος ὑπ’ αὐτὸν τὸν ἱμάντα, Ἰλ. Ω. 274. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑποστρέφομαι, γυρίζω ὀπίσω, ἐπὶ λαγοῦ, ἔστιν ὅτε διαβαίνουσι τὰ ῥεύματα καὶ ὑποκάμπτουσι καὶ καταδύονται εἰς φάραγγας Ξεν Κυν. 5, 16. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ., ὑπολείπομαι, μένω ὀπίσω, ὑστερῶ, μήθ’ ὑπεράρας μήθ’ ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Αἰσχύλ. Ἀγ. 786.
Greek Monolingual
ΜΑ
κάμπτω κάτι λίγο προς τα κάτω ή προς τα πίσω
μσν.
μτφ. υποχωρώ
αρχ.
1. (αμτβ.) (για λαγό) γυρίζω προς τα πίσω
2. μτφ. υστερώ.
Greek Monotonic
ὑποκάμπτω: μέλ. -ψω,
I. λυγίζω λίγο πίσω, γυρίζω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., γυρίζω λίγο προς τα πίσω, πισωγυρίζω όπως ο λαγός, σε Ξεν.· μεταφ. με αιτ., υστερώ, υπολείπομαι, καιρόν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to bend short back, turn in under, Il.
II. intr. to turn short back, double as a hare, Xen.:—metaph., c. acc., to fall short of, καιρόν Aesch.