ζύγαστρον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygastron
|Transliteration C=zygastron
|Beta Code=zu/gastron
|Beta Code=zu/gastron
|Definition=[ῠ], τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chest]], [[box]] ([[κιβωτός]], κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ [[ἐζυγῶσθαι]], Phot.), <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>692</span>, E.ap.Phot., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.3.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> at Delphi, = [[γραμματοφυλάκιον]], <span class="title">SIG</span>241.49,146 (iv B.C.), <span class="title">Delph.</span>3(2).205 (iii B.C.), Phot. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in plural, [[fastening]]s, [[λάρνακος]] Sch.<span class="bibl">Theoc. 7.78</span>.</span>
|Definition=[ῠ], τό,<br><span class="bld">A</span> [[chest]], [[box]] ([[κιβωτός]], κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ [[ζυγόω|ἐζυγῶσθαι]], Phot.), S.''Tr.''692, E.ap.Phot., X.''Cyr.''7.3.1.<br><span class="bld">2</span> at Delphi, = [[γραμματοφυλάκιον]], ''SIG''241.49,146 (iv B.C.), ''Delph.''3(2).205 (iii B.C.), Phot.<br><span class="bld">3</span> in plural, [[fastening]]s, [[λάρναξ|λάρνακος]] Sch.Theoc. 7.78.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:05, 15 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαστρον Medium diacritics: ζύγαστρον Low diacritics: ζύγαστρον Capitals: ΖΥΓΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: zýgastron Transliteration B: zygastron Transliteration C: zygastron Beta Code: zu/gastron

English (LSJ)

[ῠ], τό,
A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1.
2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot.
3 in plural, fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῖς δὲ ζύγαστρον καλεῖται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.

Middle Liddell

ζῠ́γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.

Frisk Etymology German

ζύγαστρον: {zúgastron}
Grammar: n.
Meaning: hölzerne Kiste, Kästchen (S., E., X., Delphi IV-IIIa) mit ζυγάστριον (Poll.).
Etymology: Zur Bildung vgl. δέπαστρον: δέπας, κάναστρον: κανοῦν u. a. nach Muster von στέγαστρον: στεγάζω: στέγη u. a. mit Überspringung des vermittelnden Verbs (Chantraine Formation 333f.), somit eher direkt von ζυγόν als von *ζυγάζω, wohl nach dem verbindenden oder verschließenden Querholz ("παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι" Phot.; vgl. Bechtel Dial. 2, 155). — Verfehlt Ehrlich KZ 40, 375.
Page 1,614