βουπόρος: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "subst" to "subst") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ β. [[espetón grande]] Zonar.l.c.<br /><b class="num">2</b> τὸ β. [[obelisco]] β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.<i>Fr</i>.110.45. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 17 December 2022
English (LSJ)
ον, (πείρω) ox-piercing, β. ὀβελός a spit large enough for a whole ox, Hdt.2.135, cf. E.Cyc.302; ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι spits fit to pierce an ox's throat, Id.Andr.1134; β. ὀβελίσκος X.An.7.8.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.
I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.
II subst.
1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.
2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.
German (Pape)
[Seite 459] Rinder durchbohrend, ὀβελός, ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).
Étymologie: βοῦς, πείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουπόρος -ον βοῦς, πείρω rund-doorborend.
Russian (Dvoretsky)
βουπόρος: пронзающий (целого) быка (ὀβελός Her., Eur.; ὀβελίσκος Xen.; σφαγῆς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
βουπόρος: -ον, (πείρω) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. ὀβελός, σοῦβλα ἱκανῶς μεγάλη δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι ὅπως διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.
Greek Monolingual
βουπόρος, -ον (Α)
φρ. «βουπόρος ὀβελός» — σούβλα αρκετά μεγάλη για να διατρυπήσει ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πείρω «διαπερνώ, διατρυπώ»)].
Greek Monotonic
βουπόρος: -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
πείρω
ox-piercing, βουπ. ὀβελός a spit large enough to spit an ox, Hdt., Eur.