συναρμογή: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, .<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />accord parfait, harmonie complète.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[accord parfait]], [[harmonie complète]].<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 18:47, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμογή Medium diacritics: συναρμογή Low diacritics: συναρμογή Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΓΗ
Transliteration A: synarmogḗ Transliteration B: synarmogē Transliteration C: synarmogi Beta Code: sunarmogh/

English (LSJ)

Dor. συναρμογά, ἡ,
A combination, Ti.Locr.95b, Diotog. ap. Stob.4.7.62, Plu.Aem.32, etc.
2 wedlock, Ptol.Tetr.182, Vett. Val.38.1, al.
3 musical combination, Iamb.VP25.114.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, Zusammenfügung, ἀδιάλυτος Tim. Locr. 95 b. In der Tonkunst = Harmonie.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
accord parfait, harmonie complète.
Étymologie: συναρμόζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρμογή -ῆς, ἡ [συναρμόζω] samenvoeging, assemblage.

Russian (Dvoretsky)

συναρμογή:сочетание, соединение, связь Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμογή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνάφεια, τὰ καττὰν ἀρίσταν ἀναλογίαν συντιθέντα ἐν ἰσοδυναμίᾳ… μένει συναρμογᾷ ἀδιαλύτῳ κατὰ λόγον ἄριστον Τίμ. Λοκρ. 95Β, Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 7, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναρμογά Α συναρμόζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συναρμόζω, η ακριβής και αρμονική σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή μερών
νεοελλ.
1. συνεκδ. στερεά εφαρμογή, στερέωση
2. τεχνολ. ενέργεια ή τρόπος σύνδεσης διαφόρων εξαρτημάτων ύστερα από προηγούμενη προσαρμογή τών περιοχών επαφής τους, με σκοπό τον σχηματισμό στερεού συνόλου, αλλ. συναρμολόγηση, συνάρμοση
3. φρ. α) «συναρμογή με επικάλυψη» τεχνολ. (σχετικά με μέλη μεταλλικών κατασκευών από μορφοσίδηρο) συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα, ως ενδιάμεσο συνδετικό στοιχείο, εφάπτονται σε ένα μέρος της επιφάνειάς τους
β) «συναρμογή με αμφιδέτηση»
τεχνολ. συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα εφάπτονται κατά πρόσωπο και ο αρμός τους καλύπτεται από ένα ή δύο ηλωμένα τεμάχια ελάσματος
αρχ.
1. ο γάμος
2. η συζυγία τών αστέρων
3. συνένωση («οἱ Πυθαγορικοὶ... τὴν μουσικήν φασιν ἐναντίων συναρμογήν», Ιάμβλ.).