καθελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]].
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />[[envelopper]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθελίσσω Medium diacritics: καθελίσσω Low diacritics: καθελίσσω Capitals: ΚΑΘΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kathelíssō Transliteration B: kathelissō Transliteration C: kathelisso Beta Code: kaqeli/ssw

English (LSJ)

Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.), A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος… τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον… κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι… κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις… καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8. II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθελίσσω: ион. κατειλίσσω (3 л. pl. ppf. pass. κατειλίχατο)
1 обматывать, обвертывать (τὸ σῶμα τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);
2 перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.

Greek Monolingual

καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α)
1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.)
2. (για φίδι) σύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλίσσω (< ἕλιξ)].

Greek Monotonic

καθελίσσω: Ιων. κατ-ειλίσσω, μέλ. -ξω, τυλίγω με επιδέσμους, περιτυλίγω, περικυκλώνω, φασκιώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ιων. γʹ πληθ. υπερσ.), είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα σε κουρέλια, στον ίδ.

Middle Liddell

ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω
to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.