ἀνέδην: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en laissant aller, librement, sans contrainte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίημι]], -δην.
|btext=<i>adv.</i><br />[[en laissant aller]], [[librement]], [[sans contrainte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίημι]], -δην.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:15, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέδην Medium diacritics: ἀνέδην Low diacritics: ανέδην Capitals: ΑΝΕΔΗΝ
Transliteration A: anédēn Transliteration B: anedēn Transliteration C: anedin Beta Code: a)ne/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἀνίημι) A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9. 2 licentiously, violently, Plb.15.20.3. II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr. inSE101.22.

Spanish (DGE)

adv.
1 libremente, sin trabas φεύγειν A.Supp.14, συγγενέσθαι Pl.Prt.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.NA 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.Ost.8, κλέψαι Procop.Arc.22.4
en forma poco estricta ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.Ph.1153
desenfrenadamente τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν AP 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.EN 1151a23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.Vit.p.29
sin escrúpulos ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.
2 sin más, simplemente ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices Pl.Grg.494e
directamente εἰ ἐρωτηθείησαν ἀνέδην Alex.Aphr.in SE 101.22.

German (Pape)

[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.

French (Bailly abrégé)

adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέδην: adv.
1 открыто, свободно, беспрепятственно (ξυγγενέσθαι τινί Plat.): ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. доступ сюда свободен;
2 напрямик, без обиняков (φάναι οὕτω Plat.);
3 обильно, вдоволь (ἀπολαύειν τινός Polyb.);
4 во всю мочь, неудержимо (φεῦγειν διὰ κῦμ᾽ ἅλιον Aesch.);
5 неистово, разнузданно (βακχεύειν Anth.): πομπεία ἀ. γενομένη Dem. развязное глумление.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).

Greek Monolingual

ἀνέδην επίρρ. (Α)
1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα
2. βίαια
3. αχαλίνωτα, ακόλαστα
4. αφρόντιστα, ανέμελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) -δην].

Greek Monotonic

ἀνέδην: επίρρ. (ἀνίημι),
I. άνετα, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, σε Πλάτ., Δημ.· ράθυμα, απρόσεχτα, σε Σοφ.
II. χωρίς περαιτέρω φροντίδα, απλά, απόλυτα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀνίημι
I. let loose, freely, without restraint, Plat., Dem.:— remissly, carelessly, Soph.
II. without more ado, absolutely, Plat.

English (Woodhouse)

freely, unrestrainedly, in a slovenly way, without restraint, without restriction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)