μυελόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυελόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυελό, από [[μεδούλι]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαλακός]], [[τρυφερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[μυελόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυελό, από [[μεδούλι]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαλακός]], [[τρυφερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:42, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελόεις Medium diacritics: μυελόεις Low diacritics: μυελόεις Capitals: ΜΥΕΛΟΕΙΣ
Transliteration A: myelóeis Transliteration B: myeloeis Transliteration C: myeloeis Beta Code: muelo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, full of marrow, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Od.9.293; fat, rich, ὄστρεα μ. Matro ap.Ath.4.135a; of chicken broth, Nic.Al.59.

German (Pape)

[Seite 213] εσσα, εν, markig, voll Mark, ὀστέα, Od. 9, 293; ὄστρεα, gallertartig, Matron bei Ath. IV, 135 a; vgl. ποτὸς ὄρνιθος, Nic. Al. 59, wo der Schol. erkl. τὸν ὡς μυελὸς γενόμενον ἐκ τῆς ἑψήσεως; daher = nahrhaft, fett.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plein de moelle.
Étymologie: μυελός.

Russian (Dvoretsky)

μῡελόεις: όεσσα, όεν наполненный мозгом (ὀστέα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μυελόεις: εσσα, εν, πλήρης μυελοῦ, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Ὀδ. Ι. 293· παχύς, εὐτραφής, εὔσαρκος, ἢ μαλακός, τρυφερός, ὄστρεα μ. Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Α, πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 3. 638.

Greek Monolingual

μυελόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι
2. (κατ' επέκτ.) μαλακός, τρυφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].

Greek Monotonic

μυελόεις: -εσσα, -εν, γεμάτος από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυελόεις, εσσα, εν
full of marrow, Od. [from μυελός