σπατίλη: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πατίλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> υδαρές [[αποπάτημα]]<br /><b>2.</b> [[αποπάτημα]], [[κόπρος]]<br /><b>3.</b> μικρά κομμάτια, κοψίδια από [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας (<b>πρβλ.</b> <i>κον</i>-<i>ίλη</i>, <i>μαρ</i>-<i>ίλη</i>). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από [[δέρμα]]» προήλθε, [[κατά]] μία [[άποψη]], από τον τ. [[σπάτος]] «[[δέρμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σπάω]]) και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές [[αποπάτημα]]», πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[τῖλος]] «υδαρές [[αποπάτημα]]», <i>τιλῶ</i> «[[αποπατώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[οἰσπώτη]] «[[κοπριά]]», όπως και η [[άποψη]] ότι η λ. [[σπατίλη]] προέρχεται με [[απλολογία]] από έναν συνθ. τ. <i>σπατο</i>-[[τίλη]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπάτος]] / [[τῖλος]]), δεν θεωρούνται πιθανές].
|mltxt=και [[πατίλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> υδαρές [[αποπάτημα]]<br /><b>2.</b> [[αποπάτημα]], [[κόπρος]]<br /><b>3.</b> μικρά κομμάτια, κοψίδια από [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας ([[πρβλ]]. [[κονίλη]], [[μαρίλη]]). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από [[δέρμα]]» προήλθε, [[κατά]] μία [[άποψη]], από τον τ. [[σπάτος]] «[[δέρμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σπάω]]) και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές [[αποπάτημα]]», πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[τῖλος]] «υδαρές [[αποπάτημα]]», <i>τιλῶ</i> «[[αποπατώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[οἰσπώτη]] «[[κοπριά]]», όπως και η [[άποψη]] ότι η λ. [[σπατίλη]] προέρχεται με [[απλολογία]] από έναν συνθ. τ. <i>σπατο</i>-[[τίλη]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπάτος]] / [[τῖλος]]), δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:34, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτῑ́λη Medium diacritics: σπατίλη Low diacritics: σπατίλη Capitals: ΣΠΑΤΙΛΗ
Transliteration A: spatílē Transliteration B: spatilē Transliteration C: spatili Beta Code: spati/lh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, A thin excrement, as in diarrhoea, Hp.Acut.28: generally, ordure, Ar.Pax48, D.C.46.5 (pl.). II (σπάτος) parings of leather, Sch.Ar. l.c.; also πατίλη An.Ox.2.303; παστίλη Hdn. Gr.1.322.

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, dünner Stuhlgang; Ar. Pax 48, Menschenkoth; neben ὀϊσπώτη u. ὑσπέλεθος, D. Cass. 46, 5. – Nach Schol. Ar. a. a. O. auch Lederschnitzet. – Comp. aus σκῶρ und τιλάω?

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
excrément liquide ; particul. excrément de l'homme.
Étymologie: σπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπατίλη -ης, ἡ [σπάω?] ontlasting, poep; Aristoph. Pax 48; diarree. Hp. Acut. 28.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰτίλη: ἡ (ῑ) испражнения, экскременты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, λεπτὸν ἀποπάτημα, ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· καθόλου, κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. (σπάτος) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν διαχώρημα».

Greek Monolingual

και πατίλη, ἡ, Α
1. υδαρές αποπάτημα
2. αποπάτημα, κόπρος
3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας (πρβλ. κονίλη, μαρίλη). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από δέρμα» προήλθε, κατά μία άποψη, από τον τ. σπάτος «δέρμα» (< σπάω) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές αποπάτημα», πιθ. κατ' επίδραση τών τῖλος «υδαρές αποπάτημα», τιλῶ «αποπατώ». Η σύνδεση της λ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά», όπως και η άποψη ότι η λ. σπατίλη προέρχεται με απλολογία από έναν συνθ. τ. σπατο-τίλη (< σπάτος / τῖλος), δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, περίττωμα, έκκριση, ακαθαρσία, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το σκώρ, σκατός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 1. thin excrement (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι οἱ την οὑρὰν εἰς την σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unclear σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. leather waste (Sch. Ar. l. c.);
Other forms: auch πατίλη (An. Ox.).
Derivatives: Also παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη etc. (vgl. Chantraine Form. 249). In the 2. meaning to σπάτος (s. v.). Also the meaning. thin excrement may be combined with it as euphemistic metaphor; (to which the phonetic cimilarity with τῖλος, τιλάω may have contributed). Since Meillet MSL 13, 291 f. however usually connected with οἰ-σπώτη. The furher analysis in *σπατο-τίλη (WP. 2, 682 f. w. lit.) does not inspire confidence with a word of this characted.

Middle Liddell

σπᾰτῑ́λη, ἡ,
excrement, Ar. [Perh. akin to σκώρ, σκατός.]

Frisk Etymology German

σπατίλη: {spatī́lē}
Forms: auch πατίλη (An. Ox.);
Grammar: f.
Meaning: 1. dünner Stuhlgang (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι· οἱ τὴν οὐρὰν εἰς τὴν σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unklar σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. Lederabfälle (Sch. Ar. l. c.);
Derivative: daneben παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Etymology: Bildung wie μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη usw. (vgl. Chantraine Form. 249). In der 2. Bed. zu σπάτος (s. d.). Auch die Bed. dünner Stuhlgang dürfte als euphemistische Metapher damit vereinbar sein; dabei mag die lautliche Ähnlichkeit mit τῖλος, τιλάω eingewirkt haben. Seit Meillet MSL 13, 291 f. dagegen gewöhnlich mit οἰσπώτη verbunden. Die weitere Zerlegung in *σπατοτίλη (WP. 2, 682 f. m. Lit.) erweckt bei einem Wort dieses Charakters kein Vertrauen.
Page 2,759