ποθέσπερος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσέσπερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἑσπέρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[έσπερος]], <i>εφ</i>-[[έσπερος]]), με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσέσπερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἑσπέρα]] ([[πρβλ]]. [[ανέσπερος]], [[εφέσπερος]]), με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:22, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθέσπερος Medium diacritics: ποθέσπερος Low diacritics: ποθέσπερος Capitals: ΠΟΘΕΣΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pothésperos Transliteration B: pothesperos Transliteration C: pothesperos Beta Code: poqe/speros

English (LSJ)

v. προσέσπερος.

German (Pape)

[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. ανέσπερος, εφέσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. αντί προσέσπερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποθέσπερος zie προσέσπερος.