νεοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[μεσοπαγής]]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[νεόχτιστος]]). Ἀπό τό [[νέος]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]].
|mantxt=(=[[νεόχτιστος]]). Ἀπό τό [[νέος]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰγής Medium diacritics: νεοπαγής Low diacritics: νεοπαγής Capitals: ΝΕΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: neopagḗs Transliteration B: neopagēs Transliteration C: neopagis Beta Code: neopagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι) A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46. 2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.

German (Pape)

[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσοπαγής].

Mantoulidis Etymological

(=νεόχτιστος). Ἀπό τό νέος + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ναῦς.