πολυέλικτος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), | |mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), [[πρβλ]]. [[ευέλικτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:18, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.
German (Pape)
[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.
Russian (Dvoretsky)
πολυέλικτος: досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший (ἡδονή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(
Greek Monotonic
πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
Middle Liddell
πολυ-έλικτος, ον,
much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.