πολύκτητος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κτήματα, [[μεγάλη]] [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κτητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κτήματα, [[μεγάλη]] [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κτητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»), [[πρβλ]]. [[αξιόκτητος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, of large possessions, wealthy, δόμοι E.Andr.769 (lyr.), v.l. in Sch.S.El. 508.
German (Pape)
[Seite 665] viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολυκτήμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύκτητος: очень богатый (δόμοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκτητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κτήματα, πλούσιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 769.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιόκτητος].
Greek Monotonic
πολύκτητος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.