ὁμοεθνής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλλο</i>-<i>εθνής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), [[πρβλ]]. [[αλλοεθνής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοεθνής Medium diacritics: ὁμοεθνής Low diacritics: ομοεθνής Capitals: ΟΜΟΕΘΝΗΣ
Transliteration A: homoethnḗs Transliteration B: homoethnēs Transliteration C: omoethnis Beta Code: o(moeqnh/s

English (LSJ)

ές,
A of the same people or of the same race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3.
2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.

German (Pape)

[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοεθνής:
1 принадлежащий к тому же племени, соплеменный Her., Arst., Polyb., Plut.;
2 принадлежащий к одному роду или принадлежащий к одному к одной породе (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής
αρχ.
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλοεθνής].

Greek Monotonic

ὁμοεθνής: -ές (ἔθνος), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁμο-εθνής, ές ἔθνος
of the same people or race, hdt., Arist.:—generally, of the same kind, Arist.