ὁμήγυρις: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμήγῠρις:''' дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ собрание, толпа, сонм ([[θεῶν]] Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; [[ἡλίκων]] Eur.).
|elrutext='''ὁμήγῠρις:''' дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ [[собрание]], [[толпа]], [[сонм]] ([[θεῶν]] Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; [[ἡλίκων]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 08:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήγῠρις Medium diacritics: ὁμήγυρις Low diacritics: ομήγυρις Capitals: ΟΜΗΓΥΡΙΣ
Transliteration A: homḗgyris Transliteration B: homēgyris Transliteration C: omigyris Beta Code: o(mh/guris

English (LSJ)

Dor. ὁμάγυρις -[ᾱ], ιος, ἡ, (ἄγυρις) assembly, meeting, especially of the gods, θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142, h.Ap.187, cf. h.Merc.332, Hellanic.54 J.; ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46; any assembly, company, γυναικῶν A.Ch.10; ἡλίκων E.Hipp. 1180; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυρις A.Ag.4.

German (Pape)

[Seite 330] ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; θεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
réunion, rassemblement.
Étymologie: ὁμός, ἄγυρις.

Russian (Dvoretsky)

ὁμήγῠρις: дор. ὁμάγῠρις, ιος (ᾱ) ἡ собрание, толпа, сонм (θεῶν Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; ἡλίκων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· (ἄγυριςσυνέλευσις, συνέδριον, συνεδρία, θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· οὕτως, ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα συνέλευσις, «συνοδία», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.

English (Autenrieth)

assembly, Il. 20.142†.

Greek Monotonic

ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, -ιος, ἡ (ἄγυρις), συνάθροιση, συνέλευση, συνέδριο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ὁμ-ήγῠρις, δοριξ ὁμάγ-, ιος, ἡ, ἄγυρις
an assembly, meeting, company, Il., Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

crowd, collection of people, division of an army, company

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συγκέντρωση, συντροφιά). Ἀπό τό ὁμοῦ (=μαζί) + ἄγυρις (=συγκέντρωση) τοῦ ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ὁμός.