οἰνοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰνοδόκος:''' <b class="num">II</b> ὁ сосуд (Ἀδριακοῦ νέκταρος Anth.).<br />содержащий вино, винный ([[φιάλη]] Pind.).
|elrutext='''οἰνοδόκος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[сосуд]] (Ἀδριακοῦ νέκταρος Anth.).<br />содержащий вино, винный ([[φιάλη]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:47, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοδόκος Medium diacritics: οἰνοδόκος Low diacritics: οινοδόκος Capitals: ΟΙΝΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: oinodókos Transliteration B: oinodokos Transliteration C: oinodokos Beta Code: oi)nodo/kos

English (LSJ)

ον, receiving or holding wine, φιάλη Pi.I.6(5).40; κύλιξ AP6.33 (Maec.): as substantive c. gen., νέκταρος οἰ. ib.257 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient du vin.
Étymologie: οἶνος, δέκομαι.

German (Pape)

Wein in sich aufnehmend, fassend; φιάλη, Pind. I. 5.37; ἀμφορεὺς νέκταρος, Antiphil. 7 (VI.257).

Russian (Dvoretsky)

οἰνοδόκος: IIсосуд (Ἀδριακοῦ νέκταρος Anth.).
содержащий вино, винный (φιάλη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων οἶνον, ὁ χρησιμεύων ὡς δοχεῖον οἴνου, φιάλη Πινδ. Ι. 6 (5)· 58 ὡς οὐσιαστ. μετὰ γεν. οἴν. νέκταρος Ἀνθ. Π. 6. 257.

English (Slater)

οἰνοδόκος, -ον wine-welcoming οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40)

Greek Monolingual

οἰνοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ.οἰνοδόκος
δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῦ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.

Greek Monotonic

οἰνοδόκος: -ον (δέχομαι), φιάλη για φύλαξη κρασιού, σε Πίνδ.

Middle Liddell

οἰνο-δόκος, ον, δέχομαι
holding wine, Pind.