πολύδενδρος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύδενδρος]], -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, ο [[κατάφυτος]] από δέντρα (α. «ώς [[μέσα]] εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... [[φύσημα]]», Κάλβ.<br />β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ [[πολύδενδρος]] [[ὑπερβαλλόντως]] ἐστὶ και [[πάμφορος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δένδρον]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πολύδενδρος]], -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, ο [[κατάφυτος]] από δέντρα (α. «ώς [[μέσα]] εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... [[φύσημα]]», Κάλβ.<br />β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ [[πολύδενδρος]] [[ὑπερβαλλόντως]] ἐστὶ και [[πάμφορος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δένδρον]] ([[πρβλ]]. [[άδενδρος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. άδενδρος)].
Greek Monotonic
πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.
Middle Liddell
πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.