φρονηματίας: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- ([[πρβλ]]. [[τραυματίας]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ. | |lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.
German (Pape)
[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.
Russian (Dvoretsky)
φρονημᾰτίας: ου adj. m
1 мужественный, доблестный (ἱππεῖς Xen.);
2 высокомерный, надменный (τοὺς φρονηματίας ἀναιρεῖν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος
αρχ.
1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής
2. ατίθασο, ζωηρό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, -ήματος + επίθημα -ίας- (πρβλ. τραυματίας)].
Greek Monotonic
φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, αυτός που έχει υψηλό πνεύμα, ή (με αρνητική σημασία) υπερήφανος, αλαζόνας, σε Ξεν., Αριστ.