ῥυστάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(θαμ. του [[ῥύομαι]] [ΙΙ]) [[σύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[περιφέρω]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυ</i>- του [[ἐρύω]] (Ι) «[[τραβώ]], [[σύρω]]», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ῥυσ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=Α<br />(θαμ. του [[ῥύομαι]] [ΙΙ]) [[σύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[περιφέρω]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυ</i>- του [[ἐρύω]] (Ι) «[[τραβώ]], [[σύρω]]», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[ῥυστήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:01, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυστάζω Medium diacritics: ῥυστάζω Low diacritics: ρυστάζω Capitals: ΡΥΣΤΑΖΩ
Transliteration A: rhystázō Transliteration B: rhystazō Transliteration C: rystazo Beta Code: r(usta/zw

English (LSJ)

Frequentat. of ἐρύω (A), drag about, πολλὰ ῥυστάζεσκεν . . περὶ σῆμα he dragged it many times round the grave of Patroclus, Il.24.755; δμῳὰς . . ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα Od.16.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 853] frequentat. von ῥυω, ἐρύω, wiederholt ziehen, reißen, hin- und herzerren, wegreißen, schleppen, schleifen; πολλὰ ῥυστάζεσκε περὶ σῆμα, vielmals schleifte er die Leiche des Hektor um das Grabmal, indem er sie an seinem Wagen gebunden fortzog, Il. 24, 755; δμωὰς ἀεικελίως ῥυστάζειν κατὰ δώματα, Od. 16, 109. 20, 319, übh. mißhandeln.

French (Bailly abrégé)

traîner çà et là pour outrager ou maltraiter.
Étymologie: fréquent. de ῥύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥυστάζω: [frequ. к ἐρύω
1 (долго), волочить (по земле), таскать (περὶ σῆμα Πατρόκλου, sc. Ἓκτορα Hom.);
2 обижать, мучить (δμωάς τε γυναῖκας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥυστάζω: θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, ἐρύω, ἕλκω, σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε περιφέρω βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ σῆμα, ἔσυρε πολλάκις περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ ἑλκυστάζω, ῥυπτάζω.

English (Autenrieth)

(ἐρύω), ipf. iter. ῥυστάζεσκεν: drag about, maltreat, Od. 16.109.

Greek Monolingual

Α
(θαμ. του ῥύομαι [ΙΙ]) σύρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί, περιφέρω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο < θ. ῥυ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυστήρ)].

Greek Monotonic

ῥυστάζω: θαμιστικό του *ρύω = ἐρύω, σύρω πέρα δώθε, περιφέρω βιαίως, τραβολογώ· πολλὰῥυστάζεσκεν (γʹ ενικ. Ιων. παρατ.) περὶ σῆμα, (το) έσυρε πολλές φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· δμῳὰς ῥυστάζοντας κατὰ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ῥυστάζω, [Frequentat. of *ῥύω] = ἐρύω
to drag about, πολλὰ ῥυστάζεσκεν (3rd sg. ionic imperf.) περὶ σῆμα he dragged it many times round the grave of Patroclus, Il.; δμωὰς ῥυστάζειν κατὰ δώματα, Od.