χυτρόπους: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χύτρα]] με πόδια, με στηρίγματα<br /><b>2.</b> [[τρίποδο]] [[σκεύος]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν τη [[χύτρα]], η [[πυροστιά]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χύτρα]] με πόδια, με στηρίγματα<br /><b>2.</b> [[τρίποδο]] [[σκεύος]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν τη [[χύτρα]], η [[πυροστιά]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[κουτάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[σφηνόπους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:02, 15 May 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.
2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba).
3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτροπόδιον, τό, Hippon.25.
German (Pape)
[Seite 1385] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie λάσανον, πύραυνος Iob. ep. (App. 41).
French (Bailly abrégé)
όποδος (ὁ) :
pot de terre ou marmite à pieds.
Étymologie: χύτρος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
χυτρόπους: ποδος ὁ
1 горшок на ножках или котел на ножках Hes., Plut.;
2 жаровня на ножках Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρόπους: ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, χύτρα ἢ λέβης μετὰ ποδῶν ἢ τρίπους σιδηροῦς ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ χύτρα, πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. λάσανα, Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.
Greek Monolingual
και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α
1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα
2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά
3. μεγάλη κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνόπους].
Greek Monotonic
χυτρόπους: -ποδος, ὁ, πληθ. χυτρόποδες, χύτρα με πόδια, σιδερένιος τρίποδας επάνω στον οποίο τοποθετούνταν η χύτρα, πυροστιά, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
χυτρό-πους,
a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.