περίβλημα: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivlima
|Transliteration C=perivlima
|Beta Code=peri/blhma
|Beta Code=peri/blhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[garment]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>870a27</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Nu.</span>31.20</span>, <span class="bibl">Democr.Eph.1</span>; as name of a particular garment, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>92.2</span> (iii B.C.); = Lat. [[palla]], Gloss.; <b class="b3">τὰ ἐν Διονύσου π</b>. actors' [[robes]], <span class="bibl">Max.Tyr.7.10</span>; π. σαρκῶν <span class="bibl">Ph.1.281</span>; of a membrane, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[περίβολος]] <span class="bibl">11.2</span>, <span class="bibl">Ph.2.148</span>; [[enceinte]], [[fortification]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span> 288b</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[garment]], Arist.''Pr.''870a27, [[LXX]] ''Nu.''31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, ''PCair.Zen.''92.2 (iii B.C.); = Lat. [[palla]], ''Glossaria''; <b class="b3">τὰ ἐν Διονύσου π.</b> actors' [[robes]], Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.''UP''7.3.<br><span class="bld">II</span> = [[περίβολος]] II.2, Ph.2.148; [[enceinte]], [[fortification]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 288b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] [[versterkte omheining]].
|elnltext=περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] [[versterkte omheining]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλημα Medium diacritics: περίβλημα Low diacritics: περίβλημα Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: períblēma Transliteration B: periblēma Transliteration C: perivlima Beta Code: peri/blhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A garment, Arist.Pr.870a27, LXX Nu.31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Glossaria; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.UP7.3.
II = περίβολος II.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.

German (Pape)

[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining.

Russian (Dvoretsky)

περίβλημα: ατος τό
1 покров, оболочка Arst.;
2 стена (γήϊνα περιβλήματα καὶ λίθινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιβάλλω
νεοελλ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)
2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου
3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός του λέβητα
4. φρ. «περίβλημα πλοίου»
ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα του πλοίου
5. βοτ. άλλη ονομασία του θεμελιώδους μεριστώματος
αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)
2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος
2. μεμβράνη
3. περιφραγμένος χώρος
4. περιτοίχισμα, οχύρωμα
5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).