πηγυλίς: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pigylis | |Transliteration C=pigylis | ||
|Beta Code=phguli/s | |Beta Code=phguli/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> (πήγνυμι ''III'') [[frozen]], [[icy-cold]], <b class="b3">νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π.</b> Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[hoar-frost]], [[rime]], AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., [[frosts]], Orph.''Fr.''270.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] [[ijskoud]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737.
II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.
Russian (Dvoretsky)
πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).
English (Autenrieth)
ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδυλίς)].
Greek Monotonic
πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.
Middle Liddell
πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.