διαμετρητός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diametritos
|Transliteration C=diametritos
|Beta Code=diametrhto/s
|Beta Code=diametrhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[measured]], [[measured out]] or [[measured off]], δ. ἐνὶ χώρῳ <span class="bibl">Il.3.344</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[diametrical]], [[diametral]] <b class="b3">τὴν διαμετρητήν</b> (''[[sc.]]'' [[ὁδὸν]]) διεξεληλυθέναι <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 87</span>.</span>
|Definition=διαμετρητή, διαμετρητόν,<br><span class="bld">A</span> [[measured]], [[measured out]] or [[measured off]], δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344.<br><span class="bld">II</span> [[diametrical]], [[diametral]] <b class="b3">τὴν διαμετρητήν</b> (''[[sc.]]'' [[ὁδὸν]]) διεξεληλυθέναι Dam.''Pr.'' 87.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμετρητός Medium diacritics: διαμετρητός Low diacritics: διαμετρητός Capitals: ΔΙΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diametrētós Transliteration B: diametrētos Transliteration C: diametritos Beta Code: diametrhto/s

English (LSJ)

διαμετρητή, διαμετρητόν,
A measured, measured out or measured off, δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344.
II diametrical, diametral τὴν διαμετρητήν (sc. ὁδὸν) διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medido ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ los dos se colocaron cerca en el lugar medido, e.e., equidistante entre aqueos y troyanos Il.3.344, cf. para el acento EM 269.3G.

German (Pape)

[Seite 590] abgemessen, Hom. einmal, Iliad. 3, 344, vom Platze eines Zweikampfes, καί ῥ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ' ἐγχείας, ἀλλήλοισιν κοτέοντε, vgl. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 511.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mesuré.
Étymologie: adj. verb. de διαμετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμετρητός -ή -όν [διαμετρέω] afgemeten.

Russian (Dvoretsky)

διαμετρητός: отмеренный (χῶρος Hom.).

English (Autenrieth)

measured off, laid off, Il. 3.344†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμετρητός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος
2. διαμετρικός.

Greek Monotonic

διαμετρητός: -ή, -όν, αυτός που έχει μετρηθεί και διαχωρισθεί, καταμετρημένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμετρητός: -ή, -όν, ὁ μετρηθεὶς καὶ χωρισθείς, δ. ἐνὶ χώρῳ Ἰλ. Γ. 344.

Middle Liddell

διαμετρητός, ή, όν adj [from διαμετρέω
measured out or off, Il.