χρυσόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysodetos
|Transliteration C=chrysodetos
|Beta Code=xruso/detos
|Beta Code=xruso/detos
|Definition=χρυσόδετον, also α, ον Alc.33: ([[δέω]](A)):—<br><span class="bld">A</span> [[bound with gold]], [[set in gold]], σφρηγίς Hdt.3.41.<br><span class="bld">2</span> [[overlaid]] or [[enriched with gold]], ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. [[l.c.]]; <b class="b3">χ. κέρας</b>, of a lyre, S.''Fr.'' 244 (lyr.); <b class="b3">χ. ἕρκεσι γυναικῶν</b>, of the [[golden]] necklace with which Eriphyle was bribed, Id.''El.''838 (lyr.); περόναι χ. E.''Ph.''805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν [[in golden armour]], Id.''Rh.''382 (anap.).
|Definition=χρυσόδετον, also α, ον Alc.33: ([[δέω]](A)):—<br><span class="bld">A</span> [[bound with gold]], [[set in gold]], σφρηγίς [[Herodotus|Hdt.]]3.41.<br><span class="bld">2</span> [[overlaid]] or [[enriched with gold]], ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. [[l.c.]]; <b class="b3">χ. κέρας</b>, of a lyre, S.''Fr.'' 244 (lyr.); <b class="b3">χ. ἕρκεσι γυναικῶν</b>, of the [[golden]] necklace with which Eriphyle was bribed, Id.''El.''838 (lyr.); περόναι χ. E.''Ph.''805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν [[in golden armour]], Id.''Rh.''382 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόδετος Medium diacritics: χρυσόδετος Low diacritics: χρυσόδετος Capitals: ΧΡΥΣΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: chrysódetos Transliteration B: chrysodetos Transliteration C: chrysodetos Beta Code: xruso/detos

English (LSJ)

χρυσόδετον, also α, ον Alc.33: (δέω(A)):—
A bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.3.41.
2 overlaid or enriched with gold, ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. l.c.; χ. κέρας, of a lyre, S.Fr. 244 (lyr.); χ. ἕρκεσι γυναικῶν, of the golden necklace with which Eriphyle was bribed, Id.El.838 (lyr.); περόναι χ. E.Ph.805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν in golden armour, Id.Rh.382 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1380] mit Gold verbunden, in Gold gefaßt, Her. 3, 41; mit Gold belegt, Soph. El. 837; übh. golden, περόναι, Eur. Phoen. 812; Agath. 27 (VI, 74).

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
attaché ou fixé avec de l'or.
Étymologie: χρυσός, δέω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόδετος: оправленный в золото, отделанный золотом (σφρηγίς Her.; κέρας Soph., Plut.; περόναι Eur.): χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. золотые силки, т. е. украшения женщин; χ. σώματος ἀλκή Eur. отделанные золотом доспехи.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόδετος: -ον, καὶ η, ον, Ἀλκαῖ. 33· (δέω)· - δεδεμένος διὰ χρυσοῦ, ἐντεθειμένος εἰς χρυσόν, σφραγὶς Ἡρόδ. 3. 41· - ἐπίχρυσος, διὰ χρυσοῦ πλουσίως κεκοσμημένος, ἐλεφαντίναν λαβὰν τῶ ξίφεος χρυσοδέταν Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χρ. κέρας, ἐπὶ λύρας, Σοφ. Ἀποσπ. 232· χρυσοδέτοις ἕρκεσι γυναικῶν, περὶ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου, ὃν ἐδέξατο ἡ Ἐριφύλη ἐπὶ τῷ ὀλέθρῳ τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 837· περόναι χρ. Εὐρ. Φοίν. 805· μεταφορ., χρ. σώματος ἀλκήν, μετὰ χρυσοῦ ὁπλισμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 383.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόδετος, -ον, ΝΜΑ
1. δεμένος με χρυσό
2. στολισμένος με χρυσό
νεοελλ.
(ειδικά)
1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια
2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -δετος (< δετός < δεω «δένω»), πρβλ. χαλκόδετος].

Greek Monotonic

χρῡσόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χρυσό, φτιαγμένος με χρυσό, σφρηγίς, σε Ηρόδ.· εμπλουτισμένος με χρυσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-δετος, ον,
bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.:— enriched with gold, Soph., Eur.