συνέλκω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synelko
|Transliteration C=synelko
|Beta Code=sune/lkw
|Beta Code=sune/lkw
|Definition=aor. -είλκῠσα,<br><span class="bld">A</span> [[draw together]], σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 190e; <b class="b3">σ. τὰς ὀφρῦς</b>, of frowning, Antiph.307; [[draw in]], [[retract]], τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.''Nu.''585 (troch.); τὸν αὐχένα J.''BJ''6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b.<br><span class="bld">b</span> metaph., <b class="b3">συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς σὲ.. αἱρέσει</b> [[drawn into association]] with the man by his friendship with you, ''UPZ''146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1188.9 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[pull along with]], [[help to pull]], Ar.''Pax'' 417; <b class="b3">σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς</b> [[help]] them [[in dragging]] us [[over]] (in the game [[διελκυστίνδα]]), Pl.''Tht.''181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.''Ages.''2.15.
|Definition=aor. -είλκῠσα,<br><span class="bld">A</span> [[draw together]], σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 190e; <b class="b3">σ. τὰς ὀφρῦς</b>, of frowning, Antiph.307; [[draw in]], [[retract]], τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.''Nu.''585 (troch.); τὸν αὐχένα J.''BJ''6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b.<br><span class="bld">b</span> metaph., <b class="b3">συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς σὲ.. αἱρέσει</b> [[drawn into association]] with the man by his friendship with you, ''UPZ''146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1188.9 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[pull along with]], [[help to pull]], Ar.''Pax'' 417; <b class="b3">σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς</b> [[help]] them [[in dragging]] us [[over]] (in the game [[διελκυστίνδα]]), [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.''Ages.''2.15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 05:40, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέλκω Medium diacritics: συνέλκω Low diacritics: συνέλκω Capitals: ΣΥΝΕΛΚΩ
Transliteration A: synélkō Transliteration B: synelkō Transliteration C: synelko Beta Code: sune/lkw

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα,
A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp. 190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b.
b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς σὲ.. αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.).
II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.

French (Bailly abrégé)

tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έλκω, Att. en Ion. ξυνέλκω, ξυνελκύω samentrekken, intrekken:. σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα van alle kanten de huid samentrekken Plat. Smp. 190e. samen weghalen, helpen weghalen, met acc..; τήνδε... ξυνέλκυσον help ons haar (Vrede) weg te halen Aristoph. Pax 417; samen (met...) trekken, helpen slepen, met acc. en μετά + gen., overdr.. συνέλξομεν μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς (als zij gelijk blijken te hebben) dan zullen wij met hen samen onszelf naar hun kant slepen Plat. Tht. 181a.

Russian (Dvoretsky)

συνέλκω:
1 стягивать (τὸ δέρμα ἐπί τι Plat.);
2 стаскивать (νεκροὺς εἴσω τινός Xen.); помогать вытащить (τινά Arph.);
3 соединять (ἑαυτὸν μετά τινος Plat.);
4 втягивать: εἰς ἑαυτὸν σ. τι Arph. прятать что-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).

Greek Monotonic

συνέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα·
I. σύρω, τραβώ μαζί, εξάγω, συστέλλω, μαζεύω, σε Αριστοφ.
II. τραβώ έξω μαζί, βοηθώ κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω aor1 -είλκῠσα
I. to draw together, to draw up, contract, Ar.
II. to draw out along with, to help to draw out, Ar., Xen.