επιφημίζω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφημίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[επευφημώ]], [[ζητωκραυγάζω]]<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] φήμες<br /><b>3.</b> [[ανακηρύσσω]] με βοή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] δυσοίωνες λέξεις για το [[μέλλον]], [[προφητεύω]] [[κακά]] («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) [[αποδίδω]] σε κάποιον την [[αιτία]], [[ονομάζω]] κάποιον, [[κυρίως]] θεό, πρωταίτιο για [[κάτι]] («α. «ἐκάστη [[μοίρα]] θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] σε κάποιον όνομα [[παρανόμι]]<br /><b>5.</b> (με επεξηγηματικό απρμφ.) [[προσδιορίζω]] («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν [[εἶναι]] τῆς ταὐτοῦ φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ισχυρίζομαι]], [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στους πεζογράφους) [[αφιερώνω]] σε έναν θεό («τοὺς γενομένους [[τότε]] | |mltxt=[[ἐπιφημίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[επευφημώ]], [[ζητωκραυγάζω]]<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] φήμες<br /><b>3.</b> [[ανακηρύσσω]] με βοή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] δυσοίωνες λέξεις για το [[μέλλον]], [[προφητεύω]] [[κακά]] («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) [[αποδίδω]] σε κάποιον την [[αιτία]], [[ονομάζω]] κάποιον, [[κυρίως]] θεό, πρωταίτιο για [[κάτι]] («α. «ἐκάστη [[μοίρα]] θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] σε κάποιον όνομα [[παρανόμι]]<br /><b>5.</b> (με επεξηγηματικό απρμφ.) [[προσδιορίζω]] («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν [[εἶναι]] τῆς ταὐτοῦ φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ισχυρίζομαι]], [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (στους πεζογράφους) [[αφιερώνω]] σε έναν θεό («τοὺς γενομένους [[τότε]] παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φημίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]] <span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἐπιφημίζω (AM)
μσν.
επευφημώ, ζητωκραυγάζω
2. διαδίδω φήμες
3. ανακηρύσσω με βοή
αρχ.
1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», Ευρ.)
3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) αποδίδω σε κάποιον την αιτία, ονομάζω κάποιον, κυρίως θεό, πρωταίτιο για κάτι («α. «ἐκάστη μοίρα θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», Πλάτ.
β. «θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)
4. δίνω σε κάποιον όνομα παρανόμι
5. (με επεξηγηματικό απρμφ.) προσδιορίζω («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως», Πλάτ.)
6. (με αιτ. και απρμφ.) ισχυρίζομαι, δηλώνω, αναφέρω («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον]», Πλούτ.)
7. (στους πεζογράφους) αφιερώνω σε έναν θεό («τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φημίζω (< φήμη < φημί «λέγω»)].