προνομεύω: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς | |mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας [[Μαδιάμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]] («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> (για [[μύγα]]) [[βόσκω]], τρέφομαι<br /><b>6.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
A forage, plunder, Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.Musc.Enc.3.
II trans., plunder, ravage, τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11 (also in Pass., ibid., D.S.13.109); pluck, ὄρμενα Posidipp. 24; eat greedily, τὰ δεῖπνα Plu.2.709a.
2 carry away captive, LXX Nu.31.9, al.:—Pass., ib.Si.48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)
German (Pape)
[Seite 736] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
French (Bailly abrégé)
dévaster, piller, acc. ; fig. manger gloutonnement, dévorer, acc..
Étymologie: προνομή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνομεύω [προνομή] voedsel zoeken.
Russian (Dvoretsky)
προνομεύω:
1 (о насекомых), собирать корм (τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι Luc.);
2 жадно есть, пожирать (τὰ δεῖπνα Plut.);
3 собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
προνομεύω: ἐπιτρέχω χώραν ἐχθρικὴν χάριν προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, διαρπάζω, λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., αὐτόθι, Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, ἔνδοθι προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― τρώγω ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· ἀπάγω αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ οὔτε τὸ προνομεύειν, οὔτε ἡ προνομεία παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.
Greek Monolingual
Α προνομή
1. (για στρατιώτες) κάνω επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική χώρα για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού
2. (γενικά) ληστεύω, λεηλατώ
3. παίρνω κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας Μαδιάμ», ΠΔ)
4. καταβάλλω, υποτάσσω («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)
5. (για μύγα) βόσκω, τρέφομαι
6. τρώω με λαιμαργία.
Greek Monotonic
προνομεύω: μέλ. -σω, βγαίνω εξω για λεηλασία, πλιάτσικο, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. σω
to go out for foraging, Polyb.