ραδινός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πυκινός]]) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[πιθανός]]) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> ([[πρβλ]]. [[τροφαλός]]) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῖς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πυκινός]]) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[πιθανός]]) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> ([[πρβλ]]. [[τροφαλός]]) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, -ή, -όν και αιολ. τ. βραδινός, -ίνα, -ον, Α
(για μέλη του σώματος και για πρόσ.)
1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τους προσμένει», Γρυπ.
β. «στεφανώματα δ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδιναῖς χερσὶ Λάκαινα κόρη», Θεόγν.)
2. ευλύγιστος
αρχ.
1. λεπτός και επιμήκης («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», Ομ. Ιλ.)
2. (για κίονα) ευμεγέθης
3. απαλός, τρυφερός
4. μτφ. ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ῥαδ-ινός / βράδ-ινος (πρβλ. πυκινός) εμφανίζει τους παράλληλους τ. ῥαδ-ανός (πρβλ. πιθανός) και ῥαδ-αλός (πρβλ. τροφαλός) και επίσης με φωνηεντισμό -ο- τον τ. ῥοδανός (πρβλ. ῥοδάνη, ῥοδανίζω). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό περι-ρρηδής «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού α/ο/η. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. τόσο με την ΙΕ ρίζα wer- «στρίβω, λυγίζω» όσο και με τη λ. ῥάδαμνος «βλαστός»].