συζήτηση: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(39)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συζήτησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[συζητῶ]]<br /><b>1.</b> [[ανταλλαγή]] γνωμών [[πάνω]] σε ένα [[ζήτημα]], η από κοινού [[εξέταση]] ενός θέματος [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]] [[διάλογος]], [[αντιλογία]] (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε», Φίλ.<br />β. «θεολογικά νοήματα, δι' ὧν... αἱ στρεβλούμεναι συζητήσεις λύονται», <b>Ευστ.</b>)<br />(νεοελλ;) (πολ. δίκ.) αυτοτελές [[μέρος]] της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την [[υποβολή]] ή [[ανάπτυξη]] τών προβλεπόμενων για το [[μέρος]] αυτό αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών τών διαδίκων.
|mltxt=η / [[συζήτησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[συζητῶ]]<br /><b>1.</b> [[ανταλλαγή]] γνωμών [[πάνω]] σε ένα [[ζήτημα]], η από κοινού [[εξέταση]] ενός θέματος [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]] [[διάλογος]], [[αντιλογία]] (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε», Φίλ.<br />β. «θεολογικά νοήματα, δι' ὧν... αἱ στρεβλούμεναι συζητήσεις λύονται», <b>Ευστ.</b>)<br />(νεοελλ;) (πολ. δίκ.) αυτοτελές [[μέρος]] της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την [[υποβολή]] ή [[ανάπτυξη]] τών προβλεπόμενων για το [[μέρος]] αυτό αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών τών διαδίκων.
}}
{{trml
|trtx====[[conversation]]===
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: [[gesprek]], [[conversatie]]; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: [[conversation]]; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: [[Gespräch]], [[Unterhaltung]], [[Konversation]]; Alemannic German: Underhaltig; Greek: [[συνομιλία]], [[συζήτηση]], [[συνδιάλλαξη]], [[συνδιάλεξη]], [[κουβέντα]]; Ancient Greek: [[διαλάλησις]], [[διάλεκτος]], [[διάλεξις]], [[διαλογή]], [[διαλογισμός]], [[διάλογος]], [[διατριβή]], [[διερμήνευσις]], [[ἔντευξις]], [[ἐντυχία]], [[κοινολογία]], [[λαλιά]], [[λαλιή]], [[λέσχαι]], [[λέσχη]], [[λόγος]], [[μῦθος]], [[ξυνουσία]], [[ξυντυχία]], [[ὁμίλησις]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[προλαλιά]], [[συλλάλημα]], [[συλλάλησις]], [[συλλαλιά]], [[συνομιλία]], [[συνουσία]], [[συνουσίασμα]], [[συνουσιασμός]], [[συνουσίη]], [[συντυχία]], [[συντυχίη]], [[τὸ λάλον]], [[τὸ ὁμιλητόν]]; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: [[conversazione]], [[dialogo]], [[discorso]]; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: [[colloquium]], [[sermo]]; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: [[conversa]], [[conversação]]; Romanian: conversație, convorbire; Russian: [[разговор]], [[беседа]]; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: [[conversación]]; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩
}}
}}

Latest revision as of 08:51, 27 February 2024

Greek Monolingual

η / συζήτησις, -ήσεως, ΝΜΑ συζητῶ
1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του
2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε», Φίλ.
β. «θεολογικά νοήματα, δι' ὧν... αἱ στρεβλούμεναι συζητήσεις λύονται», Ευστ.)
(νεοελλ;) (πολ. δίκ.) αυτοτελές μέρος της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την υποβολή ή ανάπτυξη τών προβλεπόμενων για το μέρος αυτό αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών τών διαδίκων.

Translations

conversation

Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩