συνεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[enter]] [[along]] with or [[together]], δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.
|mdlsjtxt=Dep. to [[enter]] [[along]] with or [[together]], δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':suneisšrcomai 尋-誒士-誒而何買<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-進入-來 相當於: ([[יׄוצֵאת]]&#x200E; / [[יָצָא]]&#x200E; / [[צֵא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':同著進來,同著進入,同⋯進,同;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[εἰσέρχομαι]])=進來)組成,而 ([[εἰσέρχομαι]])又由(εἰς)*=到,進入)與([[ἔρχομαι]])*=來)組成<br />'''出現次數''':總共(2);約(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他⋯進(1) 約18:15;<br />2) 同(1) 約6:22
|sngr='''原文音譯''':suneisšrcomai 尋-誒士-誒而何買<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-進入-來 相當於: ([[יׄוצֵאת]]&#x200E; / [[יָצָא]]&#x200E; / [[צֵא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':同著進來,同著進入,同⋯進,同;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[εἰσέρχομαι]])=進來)組成,而 ([[εἰσέρχομαι]])又由(εἰς)*=到,進入)與([[ἔρχομαι]])*=來)組成<br />'''出現次數''':總共(2);約(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他⋯進(1) 約18:15;<br />2) 同(1) 約6:22
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισέρχομαι Medium diacritics: συνεισέρχομαι Low diacritics: συνεισέρχομαι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: syneisérchomai Transliteration B: syneiserchomai Transliteration C: syneiserchomai Beta Code: suneise/rxomai

English (LSJ)

enter along with or together, σοὶ δόμους E.Hel.327; ἐς οἴκους τινί ib.1083; ἐς τὸ τεῖχος Th.4.57; οἴκαδε And.4.17; εἰς τὴν οἰκίαν Mitteis Chr.91 ii 26 (ii A.D., prob.); of things, S.E.P.1.10, Gal.UP8.7, Lib.Or.64.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἔρχομαι), mit, zusammen hineingehen; θέλω κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους, Eur. Hel. 334; εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 4, 57; Xen. An. 4, 5, 10; Andoc. 4, 17; Sp., wie Luc. Nigr. 16.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble dans, acc..
Étymologie: σύν, εἰσέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισέρχομαι, Att. ook ξυνεισέρχομαι samen (met...) naar binnen gaan; met εἰς + acc. in; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνεισέρχομαι: вместе или одновременно входить (δόμους Eur.; εἰς τεῖχος Thuc., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεισέρχομαι: ἀποθ., εἰσέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, θέλω δὲ κἀγὼ σοὶ συνεισελθεῖν δόμους Εὐρ. Ἑλ. 327· ἐς οἴκους σοὶ συνεισελθεῖν αὐτόθι 1083· ξυνεισελθεῖν ἐς τὸ τεῖχος οὐκ ἠθέλησαν Θουκυδ. 4. 57· οἴκαδε Ἀνδοκ. 31. 15· ― ἐπὶ πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 10, κτλ.

English (Strong)

from σύν and εἰσέρχομαι; to enter in company with: go in with, go with into.

English (Thayer)

2nd aorist συνεισηλθον; to enter together: τίνι, with one — followed by an accusative of the place, Euripides, Thucydides, Xenophon, others; the Sept..)

Greek Monolingual

Α εἰσέρχομαι
εισέρχομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεισέρχομαι: αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω με κάποιον ή μαζί, δόμους, σε Ευρ.· ἐς οἴκους, στον ίδ. κ.λπ.· το συνείσομαι χρησιμοποιείται ως μέλ. του σύνοιδα.

Middle Liddell

Dep. to enter along with or together, δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.

Chinese

原文音譯:suneisšrcomai 尋-誒士-誒而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-進入-來 相當於: (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎)
字義溯源:同著進來,同著進入,同⋯進,同;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(εἰσέρχομαι)=進來)組成,而 (εἰσέρχομαι)又由(εἰς)*=到,進入)與(ἔρχομαι)*=來)組成
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 他⋯進(1) 約18:15;
2) 同(1) 約6:22