παροικοδομέω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[παροικοδομῶ]] :<br />bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκοδομέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.
German (Pape)
[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.
French (Bailly abrégé)
παροικοδομῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οικοδομέω bouwen naast.
Russian (Dvoretsky)
παροικοδομέω:
1 строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2 застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3 замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).
Greek Monotonic
παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.
Middle Liddell
fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.
Greek Monolingual
παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].