καταβλάπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavlapto
|Transliteration C=katavlapto
|Beta Code=katabla/ptw
|Beta Code=katabla/ptw
|Definition=[[hurt greatly]], [[damage]], h.Merc.93, Pl.''Lg.''877b, Lex ap.D.23.28, etc.; <b class="b3">βλάβην κ. τινά</b> [[inflict]] damage upon him, Pl.''Lg.'' 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους ''IG''7.303.51 (Oropus); <b class="b3">ὅ κα καταβλάψῃ</b> for whatever [[damage]] he [[may have done]], ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.
|Definition=[[hurt greatly]], [[damage]], h.Merc.93, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''877b, Lex ap.D.23.28, etc.; <b class="b3">βλάβην κ. τινά</b> [[inflict]] damage upon him, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους ''IG''7.303.51 (Oropus); <b class="b3">ὅ κα καταβλάψῃ</b> for whatever [[damage]] he [[may have done]], ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλάπτω Medium diacritics: καταβλάπτω Low diacritics: καταβλάπτω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΠΤΩ
Transliteration A: katabláptō Transliteration B: katablaptō Transliteration C: katavlapto Beta Code: katabla/ptw

English (LSJ)

hurt greatly, damage, h.Merc.93, Pl.Lg.877b, Lex ap.D.23.28, etc.; βλάβην κ. τινά inflict damage upon him, Pl.Lg. 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους IG7.303.51 (Oropus); ὅ κα καταβλάψῃ for whatever damage he may have done, ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.

German (Pape)

[Seite 1340] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν αὐτοῦ H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.

French (Bailly abrégé)

nuire à, léser, acc..
Étymologie: κατά, βλάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλάπτω beschadigen; met acc. v. h. inw. obj.: βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ de schade die hij iem. heeft toegebracht Plat. Leg. 864e.

Russian (Dvoretsky)

καταβλάπτω: (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταβλάπτω: μέλλ. -βλάψω, μεγάλως βλάπτω, ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην καταβλάπτω τινά, ἐπιφέρω ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, αὐτόθι 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ αὐτόθι 1845. 103.

Greek Monolingual

καταβλάπτω (Α)
(επιτ. τ. του βλάπτω)
επιφέρω ζημιά, βλάβη σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταβλάπτω: μέλ. -ψω, πληγώνω, βλάπτω σε μεγάλο βαθμό, καταστρέφω, ζημιώνω, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to hurt greatly, damage, Hhymn., Plat.