εὕρεσις: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὕρεσις:''' εὑρέσεως ἡ [[нахождение]], [[обнаруживание]] (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.). | |elrutext='''εὕρεσις:''' εὑρέσεως ἡ [[нахождение]], [[обнаруживание]] (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὕρεσις]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> το να βρίσκει, να ανακαλύπτει [[κάποιος]] [[μετά]] από [[έρευνα]] και [[αναζήτηση]] ή τυχαία [[κάτι]] (α. «η [[εύρεση]] τών καταζητουμένων» β. «η [[εύρεση]] δέματος με χρήματα» γ. «η [[εύρεση]] του σφάλματος»)<br /><b>2.</b> [[επισήμανση]] ή [[ανεύρεση]], [[μετά]] από [[έρευνα]], τών απαραίτητων στοιχείων για [[λύση]] προβλήματος, για καταρτισμό αγόρευσης <b>κ.λπ.</b>)<br />(νεοελλ. [[εφεύρεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραδιουργία]], [[μηχανορραφία]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[μύθευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλυτικός]] [[κατάλογος]], [[πίνακας]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὕρεσις:''' | |lsmtext='''εὕρεσις:''' εὑρέσεως, ἡ ([[εὑρεῖν]]), [[εύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:34, 25 March 2024
English (LSJ)
εὑρέσεως, ἡ,
A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.
II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.
French (Bailly abrégé)
εὑρέσεως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὕρεσις: εὑρέσεως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὕρεσις) ευρίσκω
1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση του σφάλματος»)
2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από έρευνα, τών απαραίτητων στοιχείων για λύση προβλήματος, για καταρτισμό αγόρευσης κ.λπ.)
(νεοελλ. εφεύρεση
μσν.-αρχ.
1. ραδιουργία, μηχανορραφία
2. επινόηση, μύθευμα
αρχ.
1. αναλυτικός κατάλογος, πίνακας
2. ερμηνεία.
Greek (Liddell-Scott)
εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.
Greek Monotonic
εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὕρεσις, εὑρέσεως εὑρεῖν
a finding, discovery, Plat.