μελάγχροος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagchroos
|Transliteration C=melagchroos
|Beta Code=mela/gxroos
|Beta Code=mela/gxroos
|Definition=μελάγχροον, contr. [[μελάγχρους]], μελάγχρουν, heterocl. nom. pl. μελάγχροες [[Herodotus|Hdt.]]2.104:—[[black-skinned]], [[swarthy]], of sunburnt persons, Hp.''Epid.''6.2.19, ''PPetr.''3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.''Arat.''20, etc.; μ. [[κόσσυφος]] Numen. ap. Ath.7.315b:—also [[μελαγχροιής]], ές, of a hero's complexion, Od.16.175; [[μέλαγχρος]], ον, as pr. n., Alc.21; [[μελάγχρως]], ωτος, ὁ, ἡ, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''321 (lyr.), ''Hec.''1106 (lyr., [[varia lectio|v.l.]] [[μελανό]]-), [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''253e, ''PPetr.''3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. [[μελαγχρής]], ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard ''Phoinix'' p.7, also ''PCair.Zen.''76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.
|Definition=μελάγχροον, contr. [[μελάγχρους]], μελάγχρουν, heterocl. nom. pl. μελάγχροες [[Herodotus|Hdt.]]2.104:—[[black-skinned]], [[swarthy]], of sunburnt persons, Hp.''Epid.''6.2.19, ''PPetr.''3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.''Arat.''20, etc.; μ. [[κόσσυφος]] Numen. ap. Ath.7.315b:—also [[μελαγχροιής]], ές, of a hero's complexion, Od.16.175; [[μέλαγχρος]], ον, as pr. n., Alc.21; [[μελάγχρως]], ωτος, ὁ, ἡ, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''321 (lyr.), ''Hec.''1106 (lyr., [[varia lectio|v.l.]] [[μελανόχρως]]), [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''253e, ''PPetr.''3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. [[μελαγχρής]], ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard ''Phoinix'' p.7, also ''PCair.Zen.''76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελάγχροος:''' стяж. [[μελάγχρους]] 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc.
|elrutext='''μελάγχροος:''' стяж. [[μελάγχρους]] 2 [[черный]], [[темный]], [[темнокожий]] Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:15, 15 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχροος Medium diacritics: μελάγχροος Low diacritics: μελάγχροος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΡΟΟΣ
Transliteration A: melánchroos Transliteration B: melanchroos Transliteration C: melagchroos Beta Code: mela/gxroos

English (LSJ)

μελάγχροον, contr. μελάγχρους, μελάγχρουν, heterocl. nom. pl. μελάγχροες Hdt.2.104:—black-skinned, swarthy, of sunburnt persons, Hp.Epid.6.2.19, PPetr.3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.Arat.20, etc.; μ. κόσσυφος Numen. ap. Ath.7.315b:—also μελαγχροιής, ές, of a hero's complexion, Od.16.175; μέλαγχρος, ον, as pr. n., Alc.21; μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ, E.Or.321 (lyr.), Hec.1106 (lyr., v.l. μελανόχρως), Pl.Phdr.253e, PPetr.3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. μελαγχρής, ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard Phoinix p.7, also PCair.Zen.76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.

German (Pape)

[Seite 118] zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
c. μελαγχροιής.

Russian (Dvoretsky)

μελάγχροος: стяж. μελάγχρους 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν· (χρόα)· ― ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, μελαμψός, μελανωπός, ἡλιοκαής, Ἱππ. 1170D, Πλουτ. Ἄρατ. 20, κτλ.· ὁ Ἡρόδ. 2. 104 ἔχει ἑτερόκλ. ὀνομ. πληθ. μελάγχροες. ― Ποιητικοὶ τύποι: μελαγχροιής, ές, ἐπὶ τῆς χροιᾶς ἥρωος, Ὀδ. Π. 175· μέλαγχρος, ον, Ἀλκαῖ. 21· μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ Εὐρ. 321, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε, κτλ.· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. μελαγχρής, ές, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 75, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 69, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 340, πρβλ. μελανόχροος.

Greek Monotonic

μελάγχροος: -ον (χρόα), συνηρ. -χρους, -ουν, μελαχρινός, σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. μελάγχροες, σε Ηρόδ.