κρυψίνους: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krypsinous
|Transliteration C=krypsinous
|Beta Code=kruyi/nous
|Beta Code=kruyi/nous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[κρυψίνοος]].
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[κρυψίνοος]] ([[hiding one's thoughts]], [[dissembling]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:46, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψίνους Medium diacritics: κρυψίνους Low diacritics: κρυψίνους Capitals: ΚΡΥΨΙΝΟΥΣ
Transliteration A: krypsínous Transliteration B: krypsinous Transliteration C: krypsinous Beta Code: kruyi/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κρυψίνοος (hiding one's thoughts, dissembling).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακόνους, κουφόνους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.

Middle Liddell

κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.

English (Woodhouse)

reticent, secretive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.

German (Pape)

zusammengezogen st. κρυψίνοος.