ἀμηχανέω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amichaneo | |Transliteration C=amichaneo | ||
|Beta Code=a)mhxane/w | |Beta Code=a)mhxane/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. ἀμηχανήσω Th.7.48: impf. ἠμηχάνουν Pl.Com. 45:—to [[be]] [[ἀμήχανος]], to [[be at a loss for]], or [[be in want of]], χρήματος οὐδενός [[Herodotus|Hdt.]]1.35, cf. A.R.4.692; <b class="b3">ἀμηχανέω περί τινος</b> [[about]] thing, E.''IT''734: c. acc., [[τέρμα]] A.''Ag.''1177, etc.; ταῦτα E.''Heracl.''492: c. dat., ἀ. θεσφάτοισι A.''Ag.''1113:—freq. foll. by relative clause, <b class="b3">ἀ. πότερον.. ἤ.</b>. S.''Ph.'' 337; <b class="b3">ἀ. ὅπᾳ τράπωμαι, ὅποι τράποιντο</b>, A.''Ag.''1530, ''Pers.''458: abs., A. ''Supp.''379, S.''El.''1174, E.''Andr.''983, Epicur.''Fr.''203, etc.<br><span class="bld">2</span> c. inf., [[not to know how]] to [[do]], ὄσσαν [[συμβαλεῖν]] ἀμηχανῶ Neophr. 1; <b class="b3">χρόνος.. ὃν λανθάνειν ἀ.</b> [[know not how]] to [[escape]], Antiph.254.<br><span class="bld">3</span> [[ἀμηχανῶν]] [[βιοτεύειν]] = [[live]] [[without the necessaries of life]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.19; to [[be reduced to great straits]], τὰ μὲν [[ἀπορεῖν]], τὰ δ' ἔτι ἀμηχανήσειν Th.7.48.<br><span class="bld">4</span> to [[be at a loss]], [[be amazed]], [[be perplexed]], <b class="b3">ἀ. κιόντων</b> [[at]] their [[coming]], A.R.4.692; so prob. ἀ. κακότητι 2.410. | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. ἀμηχανήσω Th.7.48: impf. ἠμηχάνουν Pl.Com. 45:—to [[be]] [[ἀμήχανος]], to [[be at a loss for]], or [[be in want of]], χρήματος οὐδενός [[Herodotus|Hdt.]]1.35, cf. A.R.4.692; <b class="b3">ἀμηχανέω περί τινος</b> [[about]] thing, E.''IT''734: c. acc., [[τέρμα]] A.''Ag.''1177, etc.; ταῦτα E.''Heracl.''492: c. dat., ἀ. θεσφάτοισι A.''Ag.''1113:—freq. foll. by relative clause, <b class="b3">ἀ. πότερον.. ἤ.</b>. S.''Ph.'' 337; <b class="b3">ἀ. ὅπᾳ τράπωμαι, ὅποι τράποιντο</b>, A.''Ag.''1530, ''Pers.''458: abs., A. ''Supp.''379, S.''El.''1174, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''983, Epicur.''Fr.''203, etc.<br><span class="bld">2</span> c. inf., [[not to know how]] to [[do]], ὄσσαν [[συμβαλεῖν]] ἀμηχανῶ Neophr. 1; <b class="b3">χρόνος.. ὃν λανθάνειν ἀ.</b> [[know not how]] to [[escape]], Antiph.254.<br><span class="bld">3</span> [[ἀμηχανῶν]] [[βιοτεύειν]] = [[live]] [[without the necessaries of life]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.19; to [[be reduced to great straits]], τὰ μὲν [[ἀπορεῖν]], τὰ δ' ἔτι ἀμηχανήσειν Th.7.48.<br><span class="bld">4</span> to [[be at a loss]], [[be amazed]], [[be perplexed]], <b class="b3">ἀ. κιόντων</b> [[at]] their [[coming]], A.R.4.692; so prob. ἀ. κακότητι 2.410. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 07:36, 19 October 2024
English (LSJ)
A fut. ἀμηχανήσω Th.7.48: impf. ἠμηχάνουν Pl.Com. 45:—to be ἀμήχανος, to be at a loss for, or be in want of, χρήματος οὐδενός Hdt.1.35, cf. A.R.4.692; ἀμηχανέω περί τινος about thing, E.IT734: c. acc., τέρμα A.Ag.1177, etc.; ταῦτα E.Heracl.492: c. dat., ἀ. θεσφάτοισι A.Ag.1113:—freq. foll. by relative clause, ἀ. πότερον.. ἤ.. S.Ph. 337; ἀ. ὅπᾳ τράπωμαι, ὅποι τράποιντο, A.Ag.1530, Pers.458: abs., A. Supp.379, S.El.1174, E.Andr.983, Epicur.Fr.203, etc.
2 c. inf., not to know how to do, ὄσσαν συμβαλεῖν ἀμηχανῶ Neophr. 1; χρόνος.. ὃν λανθάνειν ἀ. know not how to escape, Antiph.254.
3 ἀμηχανῶν βιοτεύειν = live without the necessaries of life, X.Cyr.2.1.19; to be reduced to great straits, τὰ μὲν ἀπορεῖν, τὰ δ' ἔτι ἀμηχανήσειν Th.7.48.
4 to be at a loss, be amazed, be perplexed, ἀ. κιόντων at their coming, A.R.4.692; so prob. ἀ. κακότητι 2.410.
Spanish (DGE)
(ἀμηχᾰνέω)
• Morfología: [impf. ἀμηχανέεσκε Nonn.Par.Eu.Io.10.6]
1 estar en la indigencia o en necesidad διὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀμηχανοῦντες βιοτεύειν X.Cyr.2.1.19, cf. Th.7.48
•c. gen. carecer χρήματος οὐδενός Hdt.1.35, λόγων S.El.1174.
2 dudar, no saber, estar perplejo, estar apurado, no saber qué hacer c. ac. τέρμα δ' ἀμηχανῶ A.A.1177, ταῦτα E.Heracl.492, Io 548
•c. dat. instrum. ἐπαργέμοισι θεσφάτοις ἀ. A.A.1113, κακότητι A.R.2.410, τῷ πράγματι Luc.Philops.36, λήθῃ τῆς φύσεως Epicur.Fr.[198]
•c. gen. del part. ἀμηχανέουσα κιόντων perpleja ante su llegada A.R.4.692
•c. giro c. prep. τίνος ἀ. πέρι; E.IT 734, ἐφ' ὅσον δ' ἂν ἀμηχανῇς Epicur.Fr.[198], πρὸς συγκατάθεσιν ἢ ἄρνησιν S.E.P.1.7, πρὸς τὴν περίστασιν D.C.71.9.3, ἀμφὶ δὲ μύθῳ Nonn.Par.Eu.Io.10.6
•c. interr. indir. ὅπᾳ τράπωμαι A.A.1530, cf. Pers.458, E.Or.635, πότερον ... ἐλέγχω ... ἢ ... στένω S.Ph.337, cf. E.HF 1378, ὅπῃ φέροι A.R.4.1701, ὅ τι δράσειαν D.H.1.80, cf. Philostr.Im.1.13
•abs. ἀμηχανῶ δὲ καὶ φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp.379, cf. Pl.Com.45, X.Cyr.6.4.18, A.R.2.885, Plu.Dio 48, Aesop.111.1, M.Ant.1.15, Nonn.D.48.488, Par.Eu.Io.13.22
•τὸ φάρμακον ... ἀμηχανέοντος ἔρωτος el remedio del amor desesperado Theoc.14.52
•c. inf. no poder, no saber cómo συμβαλεῖν ἀμηχανῶ no sé cómo interpretar Neophr.1, ὁ χρόνος, ὃν ἀεὶ λανθάνειν ἀμηχανῶ el tiempo del que nunca sé cómo escaparme Antiph.254, ἀμηχανῶν ἄλλως ἐπαγαγεῖν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον Plu.TG 11.
German (Pape)
[Seite 124] rath- und hülflos sein, in Verlegenheit sein u. sich nicht zu helfen wissen, Aesch. Ag. 1084; τέρμα, ich weiß das Ende nicht, 1150; oft mit folgender Frage, ὅποι τράποιντο Pers. 450; ὅπη τρ. Ag. 1512; πότερον – ἤ Soph. Phil. 337; Eur. Herc. Fur. 1378, der auch τίνος πέρι ἀμηχανεῖς verb., Iph. T. 734; c. inf., Antiphan. bei Stob. ecl. I p. 224. In Prosa seltener, Her. οὐδενὸς χρήματος ἀμ., an nichts Mangel leiden, 1, 35; neben ἀπορεῖν Thuc. 7, 48, von Geldverlegenheit; βιοτεύειν ἀμηχανοῦντες, in Dürftigkeit leben, Xen. Cyr. 2, 1, 19.
French (Bailly abrégé)
ἀμηχανῶ :
impf. ἠμηχάνουν, f. ἀμηχανήσω, ao. ἠμηχάνησα, pf. inus.
1 n'avoir pas le moyen de : ἀ. χρήματος οὐδενός HDT ne manquer de rien ; être dans l'embarras, dans l'incertitude : τι, περί τινος, τινί au sujet de qch;
2 être sans ressources.
Étymologie: ἀμήχανος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηχᾰνέω:
1 недоумевать, быть в недоумении, находиться в затруднении, быть смущенным или обеспокоенным (τι Aesch., Eur., Thuc., τινι Aesch., Luc., περί τινος Eur. и πρός τι Aesop.): ποῖ λόγων, ἀμηχανῶν, ἔλθω; Soph. что сказать мне в своей растерянности?; ἀ. ἀμύνειν τινί Plut. не быть в состоянии помочь кому-л.;
2 терпеть нужду: ἀ. χρήματος οὐδενός Her. ни в чем не нуждаться; βιοτεύειν ἀμηχανῶν Xen. жить в нужде.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχᾰνέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠμηχάνουν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 3: ― Εὑρίσκομαι ἐν ἀμηχανίᾳ, ἀπορῶ τί νὰ πράξω περί τινος, στεροῦμαι, ἀμηχανήσεις χρήματος οὐδενός, δὲν θὰ στερηθῇς τίποτε, Ἡρόδ. 1. 35, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 692: ὡσαύτως ἀμ. περί τινος Εὐρ. Ι. Τ. 734: μ. αἰτ. τέρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1178, κτλ., ταῦτα Εὐρ. Ἡρακλ. 492: μ. δοτ., ἀμ. θεσφάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1113: ― συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ ἀναφορ. ἢ πλαγίας προτάσεως, ἀμηχ. πότερον…, ἤ… Σοφ. Φ. 337· ἀμ. ὅπα τράπωμαι, ὅποι τραποίμην, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532, Πέρσ. 458· ποῖ ἔλθω Σοφ. Ἠλ. 1174: ― ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἱκ. 379, Εὐρ. Ἀνδρ. 983. 2) μετ’ ἀπαρ. δὲν γνωρίζω πῶς νὰ πράξω τι· ὄσσαν συμβαλεῖν ἀμηχανῶ Νεόφρων ἐν Σχολ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 668· χρόνος, ὃν ἀεὶ λανθάνειν ἀμηχανῶ, ἀπορῶ πῶς νὰ διεκφύγω αὐτόν, Ἀντιφάν. Ἄδηλ. 72. 3) ἀμηχανῶν βιοτεύω, ζῶ ἐν ἀμηχανίᾳ, ἐν στερήσεσι, Ξεν. Κύρ. 2, 1, 19: ― πρβλ. τὸ ἀπορέω, ὅπερ εἶναι συνηθέστερον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ: ἀλλ’ ἐν Θουκ. 7. 48 τὰ μὲν ἀπορήσειν, τὰ δ’ ἔτι ἀμηχανήσειν, φαίνεται ὅτι τηρεῖται διάκρισίς τις μεταξὺ τῶν δύο.
Greek Monotonic
ἀμηχᾰνέω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἠμηχάνουν· (ἀμήχανος)·
1. βρίσκομαι σε αμηχανία για, ή βρίσκομαι σε έλλειψη ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ.· περί τινος, για ένα πράγμα, σε Ευρ.· ὅπα τράπωμαι, προς το οποίο μέρος να στραφώ, σε Αισχύλ.
2. απόλ., ἀμηχανῶν βιοτεύω, ζω στερούμενος τα απαραίτητα της ζωής, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀμήχανος
1. to be at a loss for, or in want of a thing, c. gen., Hdt.; περί τινος about a thing, Eur.; ὅπα τράπωμαι which way to turn, Aesch.
2. absol., ἀμηχανῶν βιοτεύω I live without the necessaries of life, Xen.