χείμαῤῥος: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(46) |
mNo edit summary |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[χείμαρρος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ορμητικό και ακανόνιστο [[ρεύμα]] νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, [[συνήθως]] σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο [[λειώσιμο]] του χιονιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σε [[παρομοίωση]]) [[ορμητικός]], [[ασταμάτητος]] (α. «έπεσε σαν [[χείμαρρος]] [[επάνω]] του<br />β. «[[ὥσπερ]] χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «[[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφραδής]] («όταν μιλάει στη [[βουλή]], [[είναι]] [[σωστός]] [[χείμαρρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ποτάμιο [[ρεύμα]] ή [[ποταμός]]<br />β) [[αγωγός]] νερού, [[οχετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> /-<i>ρροος</i> / -<i>ρρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>ρροος</i>, [[κατά]]-<i>ρρους</i>]. | |mltxt=ο / [[χείμαρρος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ορμητικό και ακανόνιστο [[ρεύμα]] νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, [[συνήθως]] σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο [[λειώσιμο]] του χιονιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σε [[παρομοίωση]]) [[ορμητικός]], [[ασταμάτητος]] (α. «έπεσε σαν [[χείμαρρος]] [[επάνω]] του<br />β. «[[ὥσπερ]] χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «[[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφραδής]] («όταν μιλάει στη [[βουλή]], [[είναι]] [[σωστός]] [[χείμαρρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ποτάμιο [[ρεύμα]] ή [[ποταμός]]<br />β) [[αγωγός]] νερού, [[οχετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> /-<i>ρροος</i> / -<i>ρρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>ρροος</i>, [[κατά]]-<i>ρρους</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[torrent]]=== | |||
Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: [[奔流]], [[急流]], [[洪流]]; Dutch: [[stortvloed]], [[stroom]]; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: [[torrent]]; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: [[Strom]], [[Schwall]], [[Sturzflut]]; Ancient Greek: [[ῥεῖθρον χείμαρρον]], [[ῥύαξ]], [[χειμάρροος]], [[χείμαρρος]], [[χειμάρρους]]; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: [[torrente]]; Romanian: torent, puhoi; Russian: [[поток]]; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: [[torrente]]; Swedish: skur, ström, fors c | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:08, 31 October 2024
German (Pape)
[Seite 1342] poet. statt χειμάῤῥοος; ποταμός Il. 4, 452. 5, 88; Pind. frg. 90; Lob. Phryn. 234. 669.
English (Strong)
from the base of χειμών and ῥέω; a storm-runlet, i.e. winter-torrent: brook.
Greek Monolingual
ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].
Translations
torrent
Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: 奔流, 急流, 洪流; Dutch: stortvloed, stroom; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: torrent; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: Strom, Schwall, Sturzflut; Ancient Greek: ῥεῖθρον χείμαρρον, ῥύαξ, χειμάρροος, χείμαρρος, χειμάρρους; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: torrente; Romanian: torent, puhoi; Russian: поток; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: torrente; Swedish: skur, ström, fors c