συννεφής: Difference between revisions
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnefis | |Transliteration C=synnefis | ||
|Beta Code=sunnefh/s | |Beta Code=sunnefh/s | ||
|Definition=συννεφές, [[clouded over]], [[cloudy]], ἀήρ [[Theophrastus]] ''Vent.''2 (Sup.); [[νύκτες]], [[ἀήρ]], Plb.9.15.12, 9.16.3; ἡμέραι [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.25, cf. Q.S.2.347; καιρός Str.10.2.12; οὐρανός [[LXX]] ''De.''33.28; of persons, [[gloomy]], E.''Ph.''1307 (troch.); σ. μέτωπον ἔχειν Arist.''Phgn.''811b34; ὄμμα ''AP''12.159 (Mel.); ὀφρύς Philostr.Jun.''Im.''17. | |Definition=συννεφές, [[clouded over]], [[cloudy]], ἀήρ [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''2 (Sup.); [[νύκτες]], [[ἀήρ]], Plb.9.15.12, 9.16.3; ἡμέραι [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.25, cf. Q.S.2.347; καιρός Str.10.2.12; οὐρανός [[LXX]] ''De.''33.28; of persons, [[gloomy]], E.''Ph.''1307 (troch.); σ. μέτωπον ἔχειν Arist.''Phgn.''811b34; ὄμμα ''AP''12.159 (Mel.); ὀφρύς Philostr.Jun.''Im.''17. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:35, 2 November 2024
English (LSJ)
συννεφές, clouded over, cloudy, ἀήρ Thphr. Vent.2 (Sup.); νύκτες, ἀήρ, Plb.9.15.12, 9.16.3; ἡμέραι D.S.5.25, cf. Q.S.2.347; καιρός Str.10.2.12; οὐρανός LXX De.33.28; of persons, gloomy, E.Ph.1307 (troch.); σ. μέτωπον ἔχειν Arist.Phgn.811b34; ὄμμα AP12.159 (Mel.); ὀφρύς Philostr.Jun.Im.17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couvert de nuages, nuageux, sombre.
Étymologie: σύν, νέφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννεφής -ές [σύν, νέφος] bewolkt; overdr. somber:. Κρέοντα λεύσσω... συννεφῆ... στείχοντα ik zie Kreon met somber gelaat aankomen Eur. Phoen. 1307.
German (Pape)
ές, umwölkt, Eur. Phoen. 1318; dunkel, übertragen = traurig, ὄμμα, Mel. 44 (XII.159); ἀήρ, νύξ, Pol. 9.15.12, 16.3.
Russian (Dvoretsky)
συννεφής:
1 покрытый тучами, облачный, пасмурный (νύξ Polyb.; ἡμέραι Diod., Plut.);
2 хмурый, мрачный, печальный (Κρέων Eur.; τὸ μέτωπον Arst.; ὄμματα Anth.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ
β. «ἐν ταῖς συννεφέσι νυξί», Πολ.)
2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υπερνεφής].
Greek Monotonic
συννεφής: -ές (νέφος), συννεφιασμένος, νεφελώδης· λέγεται για ανθρώπους, σκυθρωπός, μελαγχολικός, κατηφής, κατσούφης, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συννεφής: -ές, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, «συννεφ~ιασμένος» (πρβλ. συνηρεφής), ἀὴρ Θεόφραστ. π. Ἀνέμ. 2· νὺξ Πολύβ. 9. 15, 12., 16. 3· ἡμέρα Διόδ. 5. 25· καιρὸς Στράβ. 455· ― ἐπὶ προσώπων, κατηφής, Εὐρ. Φοίν. 1307· σ. μέτωπον ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29· ὄμμα Ἀνθ. Π. 12. 159· ὀφρὺς Φιλόστρ.· κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννεφές· σκοτεινόν».
Middle Liddell
συν-νεφής, ές νέφος
clouded over, cloudy:—of persons, gloomy, Eur.