κατηραμένος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "κατάρατος, κατηραμένος, πρόστροπος;" to "κατάρατος, κατήρητος, κατάρητος, κατηραμένος, πρόστροπος;") |
m (Text replacement - "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, κατάρατος, κατήρητος, κατάρητος, κατηραμένος, πρόστροπος;" to "ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, [[κατηρα...) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[accursed]]=== | |trtx====[[accursed]]=== | ||
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: [[fichu]], [[satanée]], [[détestable]]; Greek: [[καταραμένος]], [[επάρατος]]; Ancient Greek: [[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἀλειτήριος]], [[ἀλιτήριος]], [[ἀνόσιος]], [[ἀραῖος]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]], [[ἐπάρατος]], [[κατάρατος]], [[ | Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: [[fichu]], [[satanée]], [[détestable]]; Greek: [[καταραμένος]], [[επάρατος]]; Ancient Greek: [[ἁγής]], [[ἅγιος]], [[ἀλειτήριος]], [[ἀλιτήριος]], [[ἀλιτηριώδης]], [[ἀνόσιος]], [[ἀραῖος]], [[ἀράσιμος]], [[ἀρατός]], [[ἀρητός]], [[ἐναγής]], [[ἐξάγιστος]], [[ἐπάρατος]], [[ἐπικατάρατος]], [[ἐπίτριπτος]], [[καταράσιμος]], [[κατάρατος]], [[κατάρητος]], [[κάταρϝος]], [[κατηραμένος]], [[κατήρητος]], [[οὐλόμενος]], [[πρόστροπος]]; Irish: mallachtach; Portuguese: [[maldito]]; Romanian: blestemat, afurisit | ||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 9 November 2024
Greek Monotonic
κατηρᾱμένος: μτχ. παρακ. του καταράομαι.
Translations
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, κατηραμένος, κατήρητος, οὐλόμενος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit