καθαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathaimasso
|Transliteration C=kathaimasso
|Beta Code=kaqaima/ssw
|Beta Code=kaqaima/ssw
|Definition=[[make bloody]], [[sprinkle]] or [[stain with blood]], τινα A.''Eu.''450; [[χρόα]], [[δέρην]], E.''Hec.''1126, ''Or.''1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.''Andr.''588; τὴν γλῶτταν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254e.
|Definition=[[make bloody]], [[sprinkle]] or [[stain with blood]], τινα A.''Eu.''450; [[χρόα]], [[δέρην]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1126, ''Or.''1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.''Andr.''588; τὴν γλῶτταν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254e.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:43, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμάσσω Medium diacritics: καθαιμάσσω Low diacritics: καθαιμάσσω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: kathaimássō Transliteration B: kathaimassō Transliteration C: kathaimasso Beta Code: kaqaima/ssw

English (LSJ)

make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.

German (Pape)

[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.

French (Bailly abrégé)

ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιμάσσω met bloed bevlekken, tot bloedens toe verwonden:. τὰς γνάθους καθῄμαξεν hij bracht het bloed op zijn kaken Plat. Phaedr. 254e; σκήπτρῳ δὲ τῷδε σὸν καθαιμάξω κάρα met deze staf zal ik jouw hoofd tot bloedens toe slaan Eur. Andr. 588.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμάσσω: (aor. καθῄμαξα)
1 обагрять кровью Aesch.: τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;
2 разбивать в кровь (σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.);
3 ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.).

Greek Monolingual

καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].

Greek Monotonic

καθαιμάσσω: μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.

Middle Liddell

fut. ξω
to make bloody, sprinkle or stain with blood, Aesch., Eur.