ἀσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[harmful]], [[injurious]], [[malign]], [[mischievous]], [[ruinous]], [[unprofitable]], [[unsuitable]]
|woodrun=[[harmful]], [[injurious]], [[malign]], [[mischievous]], [[ruinous]], [[unprofitable]], [[unsuitable]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[incommodus]], [[perniciosus]]'', [[inconvenient]], [[harmful]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.32.3/ 1.32.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.91.4/ 2.91.4],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.40.2/ 3.40.2],<br>''[[detrimentum]]'', [[injury]], [[loss]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.50.2/ 8.50.2].
}}
}}

Revision as of 13:43, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμφορος Medium diacritics: ἀσύμφορος Low diacritics: ασύμφορος Capitals: ΑΣΥΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: asýmphoros Transliteration B: asymphoros Transliteration C: asymforos Beta Code: a)su/mforos

English (LSJ)

Att. ἀξύμφορος, ον, inconvenient, prejudicial, φυτοῖσιν Hes.Op.782, cf. Hp.Acut.56, Antipho 2.1.10, Th.3.40; ἔς τι Id.1.32; πρός τι Id.2.91: Sup., E.Tr.491; ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν D.19.2. Adv. ἀσυμφόρως = uselessly, ἀσυμφόρως ἔχειν X.HG6.3.1; ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. ἀξύμφορος Th.3.40
I 1no conveniente, no ventajoso e.e. perjudicial gener. c. dat. φυτοῖσι Hes.Op.782, τοῖς σπλάγχνοις Hp.Acut.56, ἃ δ' ἐστὶ γήρᾳ τῷδ' ἀσυμφορώτατα lo que es lo más intolerable para la vejez E.Tr.491, ὑμῖν Antipho 2.1.10, τῇ ἀρχῆ Th.l.c., τῷ ἥττονι Pl.R.367c, αὐτῷ X.Cyr.5.2.24, ἐλαίῳ Plu.2.702c, ἡμῖν 2Ep.Clem.6.1, τῷ βίῳ Hom.Clem.4.14, ἐκείνοις D.Chr.7.108, ἀγαθοῖς Plot.3.2.13
c. régimen prep. ἀ. ἐς τὰ αὐτῶν ἡμέτερα perjudicial para nuestros intereses Th.1.32, ἀσύμφορον δρῶντες πρὸς τὴν ... ἀντεξόρμησιν Th.2.91
c. inf. ἔστιν ὁ λόγος ... ῥηθῆναι δ' οὐκ ἀ. la respuesta es útil de dar Isoc.15.115, cf. Pl.Cra.417d
abs. μοῦσάν τιν' ἄτοπον εἰσάγεις, ἀσύμφορον E.Fr.184, ἔργον Gorg.B 11a.25, πόλεμος Isoc.15.117, μὴ ... ἀσύμφορον ... ᾖ para que no sea perjudicial Aen.Tact.24.18, τὰ κακά Chrysipp.Stoic.3.22, αὐτὸ πράττειν ἀσύμφορον ἡγεῖτο Plb.2.47.7, ἵνα ... ἀ. γείνηται μηδέν IG 22.1062.10 (I a.C.), ἔλεος Plu.2.60e, φυγή D.Chr.13.8, βούλευμα D.C.40.20.2, εἱρμός Aristid.Quint.133.3, cf. Hsch.
subst. plu. τὰ ἀσύμφορα los daños Democr.B 4, τὰ αὑτοῖς ἀσύμφορα Pl.R.340b, συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων βλέψις la consideración de lo útil y lo perjudicial Epicur.Ep.[4] 130.2.
2 de alimentos mal combinados, mal mezclados ἀλλήλοισιν Hp.Vict.2.42.
3 absurdo, irracional σωτηρία Iust.Phil.Fr.107p.38.
II adv. ἀσυμφόρως = sin utilidad τὰ δὲ ἀ. ἔχειν ἐλογίζοντο X.HG 6.3.1, cf. 6.5.51, ἀ. ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21, πράσσειν ἀ. D.Chr.14.18.

German (Pape)

[Seite 380] nicht zuträglich, nicht nützlich, Hes. O. 780; superl. Eur. Tr. 491; oft Prosa, Thuc. 1, 32 Antipho. II α 10 Dem. 24, 25; neben ἀνωφελής Plat. Crat. 147 d; bes. ποιεῖν, συμβουλεύειν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inutile, nuisible;
Sp. ἀσυμφορώτατος.
Étymologie: , σύμφορος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύμφορος: староатт. ἀξύμφορος 2 неподходящий, непригодный, вредный, опасный (τινι Hes., Eur., Dem., ἔς и πρός τι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφορος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, ἀνωφελής, ἀπρόσφορος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: μετὰ δοτ. μὴ συντελῶν πρός τι, ἐναντίος εἴς τι, βλαπτικός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. ἀσυμφόρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμφορος, -ον, Α και ἀξύμφορος) συμφέρω
1. αυτός που δεν συμφέρει, ανώφελος, επιζήμιος
2. ο ακατάλληλος
αρχ.-μσν.
παράλογος.

Greek Monotonic

ἀσύμφορος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφορος, -ον, αυτός που δεν συμφέρει, απρόσφορος, ανώφελος, σε Ησίοδ.· με δοτ., ακατάλληλος για κάτι, επιβλαβής, σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, ἔς ή πρός τι, στον ίδ.· επίρρ., ἀσυμφόρως, σε Ξεν.

Middle Liddell

inconvenient, inexpedient, useless, Hes.: c. dat. inexpedient for, prejudicial to, Eur., Thuc.; also ἔς or πρός τι Thuc.:— adv. ἀσυμφόρως, Xen.

English (Woodhouse)

harmful, injurious, malign, mischievous, ruinous, unprofitable, unsuitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

incommodus, perniciosus, inconvenient, harmful, 1.32.3, 2.91.4,
SUP. 3.40.2,
detrimentum, injury, loss, 8.50.2.