ἀναγκαστός: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[coactus]]'', [[forced]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.13.2/ 5.13.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.58.3/ 5.58.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.24.2/ 8.24.2]. | |lthtxt=''[[coactus]]'', [[forced]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.13.2/ 5.13.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.58.3/ 5.58.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.24.2/ 8.24.2]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. ἀναγκαστῶς = by force Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. ἀναγκαστῶς = a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαστός: вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀναγκάζω
forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.