σμύχω: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; [[ἔρως]] δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη [[μήτηρ]], Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., [[ἔνδοθι]] δ' αἰεὶ τεῖρ' [[ὀδύνη]] σμύχουσα διὰ [[χροός]], Ap. Rh. 3, 762.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; [[ἔρως]] δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη [[μήτηρ]], Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., [[ἔνδοθι]] δ' αἰεὶ τεῖρ' [[ὀδύνη]] σμύχουσα διὰ [[χροός]], Ap. Rh. 3, 762.
}}
{{ls
|lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]».
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμύχω Medium diacritics: σμύχω Low diacritics: σμύχω Capitals: ΣΜΥΧΩ
Transliteration A: smýchō Transliteration B: smychō Transliteration C: smycho Beta Code: smu/xw

English (LSJ)

[ῡ], aor. ἔσμυξα (κατ-) Il.9.653, AP5.253 (Paul.Sil.) (simple

   A σμῦξαι Hsch.):—Pass., aor. 1 ἐσμύχθην (κατ-) Theoc.8.90; aor. 2 ἐσμύγην [ῠ] (ἀπ-) Luc.DMort.6.3: pf. ἔσμυγμαι (κατ-) Hld.7.21:— burn in a slow, smouldering fire, make a thing smoulder away (cf. κατασμύχω): metaph. of grief, τεῖρ' ὀδύνη σμύχουσα A.R.3.762; κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα ib.446:—Pass., smoulder away, Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο Il.22.411; by the fires of love, Mosch.Fr.2.4; by suspicion, Hld. 1.16; πυρετὸς -όμενος Gal.11.25; σμύχονται σάρκες are shrivelled, Aret.SD1.8.

German (Pape)

[Seite 912] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; ἔρως δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη μήτηρ, Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., ἔνδοθι δ' αἰεὶ τεῖρ' ὀδύνη σμύχουσα διὰ χροός, Ap. Rh. 3, 762.

Greek (Liddell-Scott)

σμύχω: ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου πυρός, κάμνω ὥστε νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. κατασμύχω· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ ὀδύνη σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «φθείρω, τρύχω».