ἐξοικίζω: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0885.png Seite 885]] aus der Wohnung, dem Wohnsitze vertreiben; [[ἐπεί]] μ' ἐξῴκισεν οἴκων [[γάμος]] Eur. Hec. 946; Λῆμνον [[ἄρδην]] ἀρσένων ἐξῴκισαν, d. i. entvölkern, 886; Ἑστιαιᾶς δὲ ἐξοικίσαντες αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Thuc. 1, 114; εἰς [[ἄλλην]] χώραν Plat. Legg. XI, 928 e, wie Plut. Rom. 24, nach einem andern Lande übersiedeln; – πόλεις, verwüsten, D. Hal. 5, 77. – Med. auswandern, Ar. Pax 197. 203; ἐξοικίσασθαι Aesch. 1, 124 u. Folgde; ὁ πόλεμ ος ἐξ Έλλάδος ἐξῳκισμένος, der Griechenland verlassen hat, Plut. Ages. 15, der aber auch im Sinne des act. ἀνδραποδίσασθαι Θήβας καὶ Μεσσήνην ἐξοικίσασθαι βουλόμενος vrbdt, Compar. Pomp. et Ages. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0885.png Seite 885]] aus der Wohnung, dem Wohnsitze vertreiben; [[ἐπεί]] μ' ἐξῴκισεν οἴκων [[γάμος]] Eur. Hec. 946; Λῆμνον [[ἄρδην]] ἀρσένων ἐξῴκισαν, d. i. entvölkern, 886; Ἑστιαιᾶς δὲ ἐξοικίσαντες αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Thuc. 1, 114; εἰς [[ἄλλην]] χώραν Plat. Legg. XI, 928 e, wie Plut. Rom. 24, nach einem andern Lande übersiedeln; – πόλεις, verwüsten, D. Hal. 5, 77. – Med. auswandern, Ar. Pax 197. 203; ἐξοικίσασθαι Aesch. 1, 124 u. Folgde; ὁ πόλεμ ος ἐξ Έλλάδος ἐξῳκισμένος, der Griechenland verlassen hat, Plut. Ages. 15, der aber auch im Sinne des act. ἀνδραποδίσασθαι Θήβας καὶ Μεσσήνην ἐξοικίσασθαι βουλόμενος vrbdt, Compar. Pomp. et Ages. 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας [[αὐτοῦ]] οἰκίας, [[ἐκδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν [[ἔσχον]] Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με [[γάμος]] οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς [[ἄλλην]] χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο [[αὐτόθι]] 203· [[καταλείπω]] οἰκίαν ἢ [[ἐργαστήριον]], ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο [[ἐργαστήριον]] χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων [[αὐτοῦ]], Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· [[ἐξερημόω]], πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
A remove one from his home, eject, banish, Th.1.114, 6.76; ἐξῴκισέν [με] γάμος οἴκων E.Hec.948 (lyr.); τινὰς εἰς Πώμην Plu.Rom.24; give notice to quit, BGU1116.18 (i B. C.); ἐ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plu.Comp.Arist.Cat.3:—Pass. and Med., go from home, emigrate, φροῦδοι . . εἰσιν ἐξῳκισμένοι Ar.Pax197; ἐξῳκίσαντο ib.203; quit a house or shop, opp. εἰσοικ-, Aeschin.1.124; to be deported, εἰς ἄλλην χώραν Pl.Lg.929a; τὸν πόλεμον τῆς Ἑλλάδος -ισμένον Plu.Ages.15: metaph., ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου διὰ τὸν φόβον ἐξῳκίσθη was banished, cj. in Gorg.Hel.16. II dispeople, empty, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν E.Hec.887; lay waste, πόλεις D.H.5.77:— Med., Plu.Comp.Ages.Pomp.3.
German (Pape)
[Seite 885] aus der Wohnung, dem Wohnsitze vertreiben; ἐπεί μ' ἐξῴκισεν οἴκων γάμος Eur. Hec. 946; Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν, d. i. entvölkern, 886; Ἑστιαιᾶς δὲ ἐξοικίσαντες αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Thuc. 1, 114; εἰς ἄλλην χώραν Plat. Legg. XI, 928 e, wie Plut. Rom. 24, nach einem andern Lande übersiedeln; – πόλεις, verwüsten, D. Hal. 5, 77. – Med. auswandern, Ar. Pax 197. 203; ἐξοικίσασθαι Aesch. 1, 124 u. Folgde; ὁ πόλεμ ος ἐξ Έλλάδος ἐξῳκισμένος, der Griechenland verlassen hat, Plut. Ages. 15, der aber auch im Sinne des act. ἀνδραποδίσασθαι Θήβας καὶ Μεσσήνην ἐξοικίσασθαι βουλόμενος vrbdt, Compar. Pomp. et Ages. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐκβάλλω τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ οἰκίας, ἐκδιώκω, ἐξορίζω, Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με γάμος οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς ἄλλην χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., ἀπέρχομαι τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, μεταναστεύω, φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο αὐτόθι 203· καταλείπω οἰκίαν ἢ ἐργαστήριον, ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐργαστήριον χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων αὐτοῦ, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· ἐξερημόω, πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3.