ἀπόλεμος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] 1) krieglos, [[ἡσυχία]] D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, [[εὐνομία]] Pind. P. 5, 62; [[Μοῦσα]] Plat. Legg. VII, 815 d; [[γεωργός]] Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, [[βάκτρον]] Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, [[δαίμων]] Aesch. Ag. 746; [[σέβας]] Ch. 53; – [[πόλεμος]] ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] 1) krieglos, [[ἡσυχία]] D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, [[εὐνομία]] Pind. P. 5, 62; [[Μοῦσα]] Plat. Legg. VII, 815 d; [[γεωργός]] Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, [[βάκτρον]] Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, [[δαίμων]] Aesch. Ag. 746; [[σέβας]] Ch. 53; – [[πόλεμος]] ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπόλεμος''': Ἐπ. [[ἀπτόλεμος]], ον, ὁ [[ἄπειρος]] πολέμου, ὁ μὴ [[πολεμικός]], ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, [[ἀπτόλεμος]] καὶ [[ἄναλκις]] Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ [[πολεμικός]], ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, [[εὐνομία]] Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· [[ἡσυχία]] Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. [[ἄμαχος]], [[ἀήττητος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. [[ἀπόλεμος]] ὅδε γ’ ὁ [[πόλεμος]], [[ἄνευ]] τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἀπτόλεμος, ον,
A unwarlike, ἀ. καὶ ἄναλκις Il.2.201, al., cf. X.Cyr.7.4.1, Jul.Or.2.87a; ἀ. χειρὶ λείψεις βίον, i.e. by a woman's hand, E.Hec.1034 (lyr.). 2 unwarlike, peaceful, εὐνομία Pi.P.5.66; εὐναί E.Med.640; ἡσυχία D.H.2.76, etc. Adv. -μως, ἴσχειν Pl.Plt.307e. II invincible, A.Ag.768, Ch.55 (lyr.). III πόλεμος ἀ. a war that is no war, a hopeless struggle, Id.Pr.904 (lyr.) (Dind. metri gr. proposes ἀπολέμιστος), E.HF1133.
German (Pape)
[Seite 311] 1) krieglos, ἡσυχία D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, εὐνομία Pind. P. 5, 62; Μοῦσα Plat. Legg. VII, 815 d; γεωργός Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, δαίμων Aesch. Ag. 746; σέβας Ch. 53; – πόλεμος ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεμος: Ἐπ. ἀπτόλεμος, ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, ὁ μὴ πολεμικός, ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ πολεμικός, ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, εὐνομία Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· ἡσυχία Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. ἄμαχος, ἀήττητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. ἀπόλεμος ὅδε γ’ ὁ πόλεμος, ἄνευ τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.