ὑποφεύγω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[ἐκφεύγω]], κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· [[οἷον]] δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς [[ἦμαρ]] Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον [[ἀπομακρύνομαι]], Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β. | |lstext='''ὑποφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[ἐκφεύγω]], κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· [[οἷον]] δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς [[ἦμαρ]] Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον [[ἀπομακρύνομαι]], Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; [[τι]] à qch (à un danger, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. Iterat. ὑποφεύγεσκε v.l. in Hdt.2.174:—
A flee from under, shun, τινα Il.22.200, E.El.1343 (anap.); φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Il.21.57; ὑ. τὸν πλοῦν withdraw from, endeavour to evade, Th. 4.28. II abs., retire a little, withdraw, Hdt.4.111,120, Th.3.97; evade, Pl.Lg.762b. 2 of land, recede, Peripl.M.Rubr.26. 3 pass under or through, τὴν λῆξιν καὶ τὴν αὔξησιν δι' ἧς ὑ. ἡ φύσις Zos.Alch.p.108B.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφεύγω: μέλλ. -ξομαι, ἐκφεύγω, κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· οἷον δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον ἀπομακρύνομαι, Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.
French (Bailly abrégé)
fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; τι à qch (à un danger, etc.).
Étymologie: ὑπό, φεύγω.