βούλησις: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούλησις''': -εως, ἡ, [[θέλησις]]· τὸ θέλημά τινος, [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305˙ πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.˙ βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78˙ κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.˙ παρὰ τὴν β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5˙ -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[σημασία]] ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β˙ ἡ [[σημασία]] λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β. | |lstext='''βούλησις''': -εως, ἡ, [[θέλησις]]· τὸ θέλημά τινος, [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305˙ πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.˙ βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78˙ κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.˙ παρὰ τὴν β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5˙ -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[σημασία]] ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β˙ ἡ [[σημασία]] λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> volonté, désir;<br /><b>2</b> dessein, intention;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> [[βούλησις]] ὀνόματος signification d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[βούλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A willing, Arist.de An.433a43; β. ἀγαθοῦ ὄρεξις Id.Top.146b5, cf. EN1111b19; τῶν ἀδυνάτων, τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; purpose, πράσσειν β. E.HF1305; wish, desire, Th.3.39, Pl.Grg.509d, etc.; βούλησιν ἐλπίζει entertains a hope and purpose, Th.6.78; κατὰ τὴν β. Pl.Cra.420d, al.; παρὰ τὴν β. ibid., Arist.EN 1136b24: pl., Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W. II purpose or meaning of a poem, Pl.Prt.344b; signification of a word, Id.Cra.421b. III will, testament, β. ἔγγραφος PLips.33 ii 10 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, das Wollen, der Wille, die Absicht, ἔπραξε βούλησιν, ἣν ἐβούλετο Eur. Herc. Fur. 1305; Thuc. 1, 92 u. öfter, wie Folgde; plur., Plat. Legg. X, 896 c; Dem. 25, 88; – ὀνόματος, Bedeutung, Plat. Crat. 421 e.
Greek (Liddell-Scott)
βούλησις: -εως, ἡ, θέλησις· τὸ θέλημά τινος, σκοπός, πρόθεσις, πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305˙ πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.˙ βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78˙ κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.˙ παρὰ τὴν β. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5˙ -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ σημασία ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β˙ ἡ σημασία λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 volonté, désir;
2 dessein, intention;
3 t. de gramm. βούλησις ὀνόματος signification d’un mot.
Étymologie: βούλομαι.