ἀργός: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργός''': -ή, -όν, [[στίλβων]], «ὑαλιστερὸς» [[ἀργυρολαμπής]] ἐπὶ χηνός, αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πελώριον Ὀδ. Ο. 161· [[λεῖος]], εὐτραφὴς [[βοῦς]], Λατ. nitidus, ἀλλὰ δυνατὸν νὰ σημαίνῃ [[ἐνταῦθα]] ἡ [[λέξις]] καὶ τὸν μὴ ἐργαζόμενον βοῦν, τὸν ἀργοῦντα δηλ. καὶ βοσκόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ἰλ. Ψ. 30· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει πόδας ἀργοί, ὡς ἐπίθ. τῶν κυνῶν ἢ [[μᾶλλον]] τῶν θηρευτικῶν κυνῶν (οὕτω καὶ ἀργίποδες Ἰλ. Ω. 211, καὶ μόνον ἀργοὶ Α. 50., Σ. 283), [[ταχύπους]], [[ἐπειδὴ]] πάσα ταχεῖα καὶ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] περιαστράπτει τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὸ κινούμενον φαίνεται ὡς στιλπνόν τι [[πρᾶγμα]], Σ. 578, Ὀδ. Β. 11, κτλ.· πρβλ. πόδαργος. Ὑπάρχει παρομοία [[σχέσις]] ἐννοιῶν καὶ ἐν τῷ [[αἰόλος]]. Ἡ παλαιὰ [[ἑρμηνεία]] λευκὸς ἢ [[λευκόπους]] πρὸ πολλοῦ ἐγκατελείφθη ὡς μὴ δυναμένη νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς πάντας τοὺς κύνας, ἴδε Nitzsch Ὀδ. Β. 11· πρβλ. ἑπομ. 2) [[λευκός]], ἔστι δὲ μείζων [[ἁμαρτία]], εἰ καὶ ἀγνωστοτέρων ὀνομάτων τὴν μετάληψιν ἐποιήσατο, [[οἷον]] ἀντὶ ἀνθρώπου λευκοῦ βροτὸν ἀργὸν Ἀριστ. Τοπ. 6. 11, 3. ΙΙ. παροξ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Ἄργος, ὁ, [[ὄνομα]] κυνός, ὁ [[ταχύπους]], Ὀδ. Ρ. 292: - ἀλλ’ ὁ μυθολογούμενος [[βουκόλος]] Ἄργος (γηγενὴς Αἰσχύλ. Πρ. 568, πρβλ. Ἱκ. 305) ἐκλήθη [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἀείποτε ἀνοικτῶν καὶ λαμπρῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]]. (Ἐκ τῆς √ΑΡΓ παράγονται καὶ τὰ ἀκόλουθα, [[ἀργής]], [[ἀργήεις]], [[ἀργινόεις]], [[ἀργεννός]], ἄργυρος, [[ἀργύφεος]], ἄργῑλος, πρβλ. Σανσκριτ. râǵâmi ([[λάμπω]]), arǵunas (φῶς), raǵatas ([[λευκός]]), raǵatam (ἄργυρος)· Λατ. argentum (Ὀσκ. arageton), argilla). | |lstext='''ἀργός''': -ή, -όν, [[στίλβων]], «ὑαλιστερὸς» [[ἀργυρολαμπής]] ἐπὶ χηνός, αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πελώριον Ὀδ. Ο. 161· [[λεῖος]], εὐτραφὴς [[βοῦς]], Λατ. nitidus, ἀλλὰ δυνατὸν νὰ σημαίνῃ [[ἐνταῦθα]] ἡ [[λέξις]] καὶ τὸν μὴ ἐργαζόμενον βοῦν, τὸν ἀργοῦντα δηλ. καὶ βοσκόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ἰλ. Ψ. 30· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει πόδας ἀργοί, ὡς ἐπίθ. τῶν κυνῶν ἢ [[μᾶλλον]] τῶν θηρευτικῶν κυνῶν (οὕτω καὶ ἀργίποδες Ἰλ. Ω. 211, καὶ μόνον ἀργοὶ Α. 50., Σ. 283), [[ταχύπους]], [[ἐπειδὴ]] πάσα ταχεῖα καὶ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] περιαστράπτει τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὸ κινούμενον φαίνεται ὡς στιλπνόν τι [[πρᾶγμα]], Σ. 578, Ὀδ. Β. 11, κτλ.· πρβλ. πόδαργος. Ὑπάρχει παρομοία [[σχέσις]] ἐννοιῶν καὶ ἐν τῷ [[αἰόλος]]. Ἡ παλαιὰ [[ἑρμηνεία]] λευκὸς ἢ [[λευκόπους]] πρὸ πολλοῦ ἐγκατελείφθη ὡς μὴ δυναμένη νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς πάντας τοὺς κύνας, ἴδε Nitzsch Ὀδ. Β. 11· πρβλ. ἑπομ. 2) [[λευκός]], ἔστι δὲ μείζων [[ἁμαρτία]], εἰ καὶ ἀγνωστοτέρων ὀνομάτων τὴν μετάληψιν ἐποιήσατο, [[οἷον]] ἀντὶ ἀνθρώπου λευκοῦ βροτὸν ἀργὸν Ἀριστ. Τοπ. 6. 11, 3. ΙΙ. παροξ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Ἄργος, ὁ, [[ὄνομα]] κυνός, ὁ [[ταχύπους]], Ὀδ. Ρ. 292: - ἀλλ’ ὁ μυθολογούμενος [[βουκόλος]] Ἄργος (γηγενὴς Αἰσχύλ. Πρ. 568, πρβλ. Ἱκ. 305) ἐκλήθη [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἀείποτε ἀνοικτῶν καὶ λαμπρῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]]. (Ἐκ τῆς √ΑΡΓ παράγονται καὶ τὰ ἀκόλουθα, [[ἀργής]], [[ἀργήεις]], [[ἀργινόεις]], [[ἀργεννός]], ἄργυρος, [[ἀργύφεος]], ἄργῑλος, πρβλ. Σανσκριτ. râǵâmi ([[λάμπω]]), arǵunas (φῶς), raǵatas ([[λευκός]]), raǵatam (ἄργυρος)· Λατ. argentum (Ὀσκ. arageton), argilla). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br /><b>1</b> brillant, luisant;<br /><b>2</b> rapide, agile, léger, <i>à cause du rapport entre l’idée de lumière et celle de vitesse</i> : πόδας ἀργοί IL, OD <i>ou simpl.</i> ἀργοί IL aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀργ être blanc.<br /><span class="bld">2</span>ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui ne travaille pas, inactif ; <i>particul.</i> qui ne travaille pas à la terre ; <i>en mauv. part</i> paresseux, oisif ATT ; [[ἀργός]] τινος EUR n’ayant pas à s’occuper de qch ; ἀργὸς [[πρός]] [[τι]] PLUT paresseux pour qch;<br /><b>2</b> qui n’aboutit à rien : ἀργὸς [[διατριβή]] AR exercice stérile ; [[νῆες]] ἀργότεραι [[ἐς]] τὸ δρᾶν [[τι]] THC vaisseaux impuissants à faire qch;<br /><b>II. 1</b> non travaillé : λίθοι ἀργοί pierres brutes (sur lesquelles se tenaient l’accusé et l’accusateur) ; [[γῆ]] [[ἀργός]] XÉN terre non cultivée, inculte;<br /><b>2</b> non fait, inachevé, négligé ; [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀργοῖς SOPH qui n’est pas parmi les choses négligées ; qui reste à faire;<br /><i>Cp.</i> ἀργότερος, <i>Sp.</i> ἀργότατος.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ἀεργός]], de ἀ, [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A shining, glistening, of a goose, Od.15.161; of a sleek, well-fed ox, Il.23.30; in Hom. mostly in the phrase πόδας ἀργοί, of hounds, swift-footed, because all swift motion causes a kind of glancing or flickering light, 18.578, Od.2.11, etc.; κύνες ἀργοί Il. 1.50, 18.283, cf. D.S.4.41, Corn.ND16. 2 white, Arist.Top.149a7. II parox. as pr. n., Ἄργος, ὁ, name of a dog, Swift-foot, Od. 17.292: also of the herdsman Argus (i.e. bright-eyed, A.Pr.567 (lyr.), Supp.305) who was so called from his eyes being ever open and bright. (By dissimilation from *ἀργρός, cf. Skt. ṛjrá-, = (1) shining, (2) swift, Vedic pr. n. [Rnull ]ji-śvan-, lit. = possessing κύνες ἀργοί.)
ἀργός (B), όν, later ή, όν Arist.EN1167a11, Mete.352a13, Thphr. Lap.27, Ath.Mech.12.11, etc.: (contr. from ἀεργός):—prop.
A not working the ground, Hdt.5.6; idle, lazy, opp. ἐργάτις, S.Ph.97, cf. Ar. Nu.53, etc.; γαστέρες ἀ. Epimenid.1; ἀ. ἐπιθυμίαι Pl.R.572e; ἀ. τὴν διάνοιαν ib.458a; τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀ. Th.3.82; ἂν ἀ. ᾖ if he have no trade, Antiph.123.3; πότερον ἀνθρώπου οὐδέν ἐστιν [ἔργον] ἀλλ' ἀργὸν πέφυκεν; Arist.EN1097b30: c. gen. rei, idle at a thing, free from it, τῶν οἴκοθεν from domestic toils, E.IA1000; πόνων σφοδρῶν Pl.Lg.835d; γυναῖκας ἀργοὺς ταλασίας ib.806a; ἀ. αἰσχρῶν slow to evil, A.Th.411; ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι Th.7.67; ἀ. περί τι Pl.Lg. 966d. 2 of things, δόρυ E.Ph.1387; of money, lying idle, yielding no return, opp. ἐνεργός, D.27.7 and 20; of land, lying fallow, Isoc.4.132, X.Cyr.3.2.19, Thphr.HP9.12.2; opp. πεφυτευμένος, IG7.2226B (Thisbe, iii A.D.); διατριβὴ ἀ. in which nothing is done, fruitless, Ar. Ra.1498 (lyr.), Isoc.4.44; χρόνον ἀργὸν διάγειν Plu.Cor.31. Adv. ἀργῶς, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7; ἔχειν D.6.3: Comp. and Sup. ἀργότερον, -ότατα, X.Oec.15.6 and 1. b ἀ. λόγος, name of a sophism, Chrysipp.Stoic.2.277, cf.Plu.2.574e. II Pass.,unwrought, ἁρμός, κυμάτιον, IG1.322b23,59; πυροὶ ἀ. unprepared for eating, Hp.VM13; ἄργυρος Paus.3.12.3; βύρσαι undressed hides, Ath.Mech. l.c.; unpolished, Thphr.Lap.27. 2 not done, left undone, κοὐκ ἦν ἔτ' οὐδὲν ἀ. S.OC1605; ἓν δ' ἐστὶν ἡμῖν ἀ. E.Ph.766; οὐκ ἐν ἀργοῖς not among things neglected, S.OT287; τὰ μὲν προβέβηκεν ἀμήχανόν ἐστι γενέσθαι ἀργά Thgn.584. 3 unattempted, μάχη Pl.Euthd.272a. 4 Astrol., τόπος ἀ., name of the 8th of the 12 'houses', Ptol.Tetr.128, Paul.Al.M.4; πλανήτης Plot.2.3.3; ζῴδιον S.E.M.5.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργός: -ή, -όν, στίλβων, «ὑαλιστερὸς» ἀργυρολαμπής ἐπὶ χηνός, αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πελώριον Ὀδ. Ο. 161· λεῖος, εὐτραφὴς βοῦς, Λατ. nitidus, ἀλλὰ δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθα ἡ λέξις καὶ τὸν μὴ ἐργαζόμενον βοῦν, τὸν ἀργοῦντα δηλ. καὶ βοσκόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ἰλ. Ψ. 30· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει πόδας ἀργοί, ὡς ἐπίθ. τῶν κυνῶν ἢ μᾶλλον τῶν θηρευτικῶν κυνῶν (οὕτω καὶ ἀργίποδες Ἰλ. Ω. 211, καὶ μόνον ἀργοὶ Α. 50., Σ. 283), ταχύπους, ἐπειδὴ πάσα ταχεῖα καὶ ὁρμητικὴ κίνησις περιαστράπτει τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὸ κινούμενον φαίνεται ὡς στιλπνόν τι πρᾶγμα, Σ. 578, Ὀδ. Β. 11, κτλ.· πρβλ. πόδαργος. Ὑπάρχει παρομοία σχέσις ἐννοιῶν καὶ ἐν τῷ αἰόλος. Ἡ παλαιὰ ἑρμηνεία λευκὸς ἢ λευκόπους πρὸ πολλοῦ ἐγκατελείφθη ὡς μὴ δυναμένη νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς πάντας τοὺς κύνας, ἴδε Nitzsch Ὀδ. Β. 11· πρβλ. ἑπομ. 2) λευκός, ἔστι δὲ μείζων ἁμαρτία, εἰ καὶ ἀγνωστοτέρων ὀνομάτων τὴν μετάληψιν ἐποιήσατο, οἷον ἀντὶ ἀνθρώπου λευκοῦ βροτὸν ἀργὸν Ἀριστ. Τοπ. 6. 11, 3. ΙΙ. παροξ. ὡς κύρ. ὄνομα Ἄργος, ὁ, ὄνομα κυνός, ὁ ταχύπους, Ὀδ. Ρ. 292: - ἀλλ’ ὁ μυθολογούμενος βουκόλος Ἄργος (γηγενὴς Αἰσχύλ. Πρ. 568, πρβλ. Ἱκ. 305) ἐκλήθη οὕτως ἐκ τῶν ἀείποτε ἀνοικτῶν καὶ λαμπρῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. (Ἐκ τῆς √ΑΡΓ παράγονται καὶ τὰ ἀκόλουθα, ἀργής, ἀργήεις, ἀργινόεις, ἀργεννός, ἄργυρος, ἀργύφεος, ἄργῑλος, πρβλ. Σανσκριτ. râǵâmi (λάμπω), arǵunas (φῶς), raǵatas (λευκός), raǵatam (ἄργυρος)· Λατ. argentum (Ὀσκ. arageton), argilla).
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 brillant, luisant;
2 rapide, agile, léger, à cause du rapport entre l’idée de lumière et celle de vitesse : πόδας ἀργοί IL, OD ou simpl. ἀργοί IL aux pieds agiles.
Étymologie: R. Ἀργ être blanc.
2ός, όν :
I. intr. 1 qui ne travaille pas, inactif ; particul. qui ne travaille pas à la terre ; en mauv. part paresseux, oisif ATT ; ἀργός τινος EUR n’ayant pas à s’occuper de qch ; ἀργὸς πρός τι PLUT paresseux pour qch;
2 qui n’aboutit à rien : ἀργὸς διατριβή AR exercice stérile ; νῆες ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι THC vaisseaux impuissants à faire qch;
II. 1 non travaillé : λίθοι ἀργοί pierres brutes (sur lesquelles se tenaient l’accusé et l’accusateur) ; γῆ ἀργός XÉN terre non cultivée, inculte;
2 non fait, inachevé, négligé ; οὐκ ἐν ἀργοῖς SOPH qui n’est pas parmi les choses négligées ; qui reste à faire;
Cp. ἀργότερος, Sp. ἀργότατος.
Étymologie: contr. de ἀεργός, de ἀ, ἔργον.