ἐκπίπτω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐξέπεσον: πρκμ. ἐκπέπτωκα: [[πίπτω]] ἔκ τινος, δίφρου, ἵππων Ὁμ.· ἀντύγων ἄπο Εὐρ. Φοίν. 1193, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[τόξον]] δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἰλ. Ο. 465· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, ἔπεσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του, Β. 266: ‒ ἀπολ., [[πίπτω]] ἔξω, Ψ. 467· [[πίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 7. ‒ Μεθ᾿ Ὅμ. κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[συχνάκις]] χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ [[ἐκβάλλω]]: 1) ἐπὶ ναυτιλλομένων, ἐκβάλλομαι, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Ἡρόδ. 3. 138, πρβλ. Θ. 13· ἐξέπεσον ἐς γῆν τήνδε Εὐρ. Ἑλ. 409, πρβλ. 539· ἐκπ. πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 866D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, ναυαγῶ, [[πίπτω]] ἔξω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· ἐπὶ φορτίων πλοίου, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηρὰν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 13· ἐπὶ ἰχθύων, καταπήγνυνται καὶ ἐκπίπτουσιν, ἐκβάλλονται εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 1. 2) [[πίπτω]], ἐκ τῆς κοινωνικῆς θέσεώς μου, χάνω τὴν περιουσίαν μου, «ξεπέφτω», Λατ. excidere, ἐκπεπτωκότα ἐκ τῶν ἐόντων Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2· ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας Ἰσοκρ. 184C· τυραννίδος, ἀρχῆς, κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 756, 757, 948· ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Θουκ. 8. 81. 3) ἐκδιώκομαι, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Ἡρόδ. 5. 72· ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξοριζόμενων, ἐκπ. ἐκ τῆς πατρίδος, Λατ. excidere patria, ὁ αὐτ. 1. 150, πρβλ. 6. 121· ἐκπ. χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 766, πρβλ. Αἴ. 1177· ἐκπ. πολέμῳ ἢ στάσει Θουκ. 1. 2· γυμνὸς θύραζ’ ἐξέπεσον Ἀριστοφ. Πλ. 244· ὑπό τινος, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Ἡρόδ. 8. 141, πρβλ. Θουκ. 4. 66· [[πρός]] τινος Αἰσχύλ. Πρ. 948, Σοφ. Ἀντ. 679· ― ἐν Θουκ. 7. 50, ἡ πρόθ. ἐς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐσφαλμένη· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 2. 4) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξαρθροῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι καὶ [[ἐκπίπτω]], ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769· [[οὕτως]], ἐκπ. ὀδόντες, πτερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 55, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 5) [[ἐπεξέρχομαι]], ἐκβοηθῶ, ἐξορμῶ, Ἡρόδ. 9. 74· ἐκ τοῦ σταυρώματος Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 17. 6) [[ἐξέρχομαι]], [[πίπτω]] ἔξω, ἐπὶ [[ψήφων]], ὁ αὐτ. Συμπ. 5. 10. 7) [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 6. 95. 8) ἐπὶ χρησμῶν ἐξερχομένων ἐκ τοῦ ἀδύτου, χρησμὸς ἐκπίπτει μοι, μεταδίδοταί μοι, ἀνακοινοῦταί μοι, Λουκ. Ἀλέξ. 43, κτλ.· κοινολογοῦμαι, δημοσιεύομαι, γνωστοποιοῦμαι, Πλάτ. Ἐπιστ. 314Α, Πολύβ. 31. 8, 10. 9) [[παρεκκλίνω]], ἐκπεσόντες ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν. 5, 2, 31· ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Πλάτ. Πολ. 495Α· [[παρεκβαίνω]], Ἰσοκρ. 250, ἐν τέλ.· ἐκπ. ἐκ τοῦ λόγου Αἰσχίν. 32. 42. 10) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξέπεσέ με, μὲ ἐξέφυγε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17. 11) [[μεταπίπτω]], εἰς ἀλλότριον [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 497Β· εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ἀπολ., καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 6. 12) ἐπὶ ἠθοποιῶν ἢ δραματικῶν ἔργων, ἐκσυρρίτομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodi, Δημ. 315. 10, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 7· οὕτω καὶ ἐπὶ ῥητόρων, Πλάτ. Γοργ. 517Α, πρβλ. Φίληβ. 13D· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] IV, [[συρίζω]]. 13) ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ὁ [[ἄνεμος]] ἐκσπάσας κατέρριψν, ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες Ξενοφ. Ἀν. 2. 2, 10· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 2. | |lstext='''ἐκπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐξέπεσον: πρκμ. ἐκπέπτωκα: [[πίπτω]] ἔκ τινος, δίφρου, ἵππων Ὁμ.· ἀντύγων ἄπο Εὐρ. Φοίν. 1193, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[τόξον]] δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἰλ. Ο. 465· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, ἔπεσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του, Β. 266: ‒ ἀπολ., [[πίπτω]] ἔξω, Ψ. 467· [[πίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 7. ‒ Μεθ᾿ Ὅμ. κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[συχνάκις]] χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ [[ἐκβάλλω]]: 1) ἐπὶ ναυτιλλομένων, ἐκβάλλομαι, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Ἡρόδ. 3. 138, πρβλ. Θ. 13· ἐξέπεσον ἐς γῆν τήνδε Εὐρ. Ἑλ. 409, πρβλ. 539· ἐκπ. πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 866D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, ναυαγῶ, [[πίπτω]] ἔξω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· ἐπὶ φορτίων πλοίου, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηρὰν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 13· ἐπὶ ἰχθύων, καταπήγνυνται καὶ ἐκπίπτουσιν, ἐκβάλλονται εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 1. 2) [[πίπτω]], ἐκ τῆς κοινωνικῆς θέσεώς μου, χάνω τὴν περιουσίαν μου, «ξεπέφτω», Λατ. excidere, ἐκπεπτωκότα ἐκ τῶν ἐόντων Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2· ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας Ἰσοκρ. 184C· τυραννίδος, ἀρχῆς, κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 756, 757, 948· ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Θουκ. 8. 81. 3) ἐκδιώκομαι, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Ἡρόδ. 5. 72· ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξοριζόμενων, ἐκπ. ἐκ τῆς πατρίδος, Λατ. excidere patria, ὁ αὐτ. 1. 150, πρβλ. 6. 121· ἐκπ. χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 766, πρβλ. Αἴ. 1177· ἐκπ. πολέμῳ ἢ στάσει Θουκ. 1. 2· γυμνὸς θύραζ’ ἐξέπεσον Ἀριστοφ. Πλ. 244· ὑπό τινος, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Ἡρόδ. 8. 141, πρβλ. Θουκ. 4. 66· [[πρός]] τινος Αἰσχύλ. Πρ. 948, Σοφ. Ἀντ. 679· ― ἐν Θουκ. 7. 50, ἡ πρόθ. ἐς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐσφαλμένη· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 2. 4) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξαρθροῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι καὶ [[ἐκπίπτω]], ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769· [[οὕτως]], ἐκπ. ὀδόντες, πτερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 55, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 5) [[ἐπεξέρχομαι]], ἐκβοηθῶ, ἐξορμῶ, Ἡρόδ. 9. 74· ἐκ τοῦ σταυρώματος Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 17. 6) [[ἐξέρχομαι]], [[πίπτω]] ἔξω, ἐπὶ [[ψήφων]], ὁ αὐτ. Συμπ. 5. 10. 7) [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 6. 95. 8) ἐπὶ χρησμῶν ἐξερχομένων ἐκ τοῦ ἀδύτου, χρησμὸς ἐκπίπτει μοι, μεταδίδοταί μοι, ἀνακοινοῦταί μοι, Λουκ. Ἀλέξ. 43, κτλ.· κοινολογοῦμαι, δημοσιεύομαι, γνωστοποιοῦμαι, Πλάτ. Ἐπιστ. 314Α, Πολύβ. 31. 8, 10. 9) [[παρεκκλίνω]], ἐκπεσόντες ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν. 5, 2, 31· ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Πλάτ. Πολ. 495Α· [[παρεκβαίνω]], Ἰσοκρ. 250, ἐν τέλ.· ἐκπ. ἐκ τοῦ λόγου Αἰσχίν. 32. 42. 10) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξέπεσέ με, μὲ ἐξέφυγε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17. 11) [[μεταπίπτω]], εἰς ἀλλότριον [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 497Β· εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ἀπολ., καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 6. 12) ἐπὶ ἠθοποιῶν ἢ δραματικῶν ἔργων, ἐκσυρρίτομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodi, Δημ. 315. 10, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 7· οὕτω καὶ ἐπὶ ῥητόρων, Πλάτ. Γοργ. 517Α, πρβλ. Φίληβ. 13D· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] IV, [[συρίζω]]. 13) ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ὁ [[ἄνεμος]] ἐκσπάσας κατέρριψν, ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες Ξενοφ. Ἀν. 2. 2, 10· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> [[ἐξέπεσον]], <i>pf.</i> ἐκπέπτωκα, <i>pqp.</i> ἐξεπεπτώκειν;<br /><b>I.</b> tomber de :<br /><b>1</b> <i>au pr.</i> δίφρου IL, ἵππων IL tomber d’un char;<br /><b>2</b> être renversé, chassé : [[ὑπό]] τινος, [[πρός]] τινος par qqn ; [[ἐκ]] Πελοποννήσου HDT être chassé du Péloponnèse ; <i>fig.</i> τυραννίδος ESCHL être renversé de la royauté ; [[ἐκ]] τῆς πατρίδος HDT, χθονός SOPH être banni de sa patrie ; <i>abs.</i> [[ἐκπίπτω]] être exilé ; <i>fig.</i> ἐκπ. ἀπὸ [[τῶν]] ἐλπίδων THC être précipité de ses espérances ; [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐόντων HDT perdre sa fortune ; <i>en parl. d’acteurs ou d’orateurs</i> tomber, faire une chute, échouer;<br /><b>II.</b> s’écarter : [[ἐκ]] τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; <i>fig.</i> [[ἐκ]] [[τοῦ]] λόγου ESCHN s’écarter du sujet de son discours ; <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]], aller échouer dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] λιμένα THC dans un port;<br /><b>III.</b> se précipiter hors de :<br /><b>1</b> sortir précipitamment;<br /><b>2</b> faire une sortie <i>en parl. d’assiégés ou de soldats retranchés</i>;<br /><b>3</b> s’échapper;<br /><b>4</b> <i>sans idée de précipitation</i> sortir de : χρησμὸς ἐκπίπτει μοι LUC l’oracle que j’attendais sort du sanctuaire ; ἐξέπεσε φωνὴ [[ἐξ]] ἄλσους PLUT une voix sortit du bois sacré ; se répandre, être publié, être connu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -πεσοῦμαι : aor. ἐξέπεσον : pf. ἐκπέπτωκα :—
A fall out of, δίφρου Il.5.585 ; ἵππων 11.179 ; ἀντύγων ἄπο E.Ph.1193, etc. : c. dat. pers., τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός Il.15.465 ; θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ fell from his eyes, 2.266 : abs., fall out, 23.467 ; fall down, of trees, Thphr.HP9.2.7 ; οἱ λεγόμενοι ἀστέρες ἐκπίπτειν meteors, Epicur. Ep.2p.54U.—After Hom., in various relations, freq. as Pass. of ἐκβάλλω : 1 of seafaring men, to be cast ashore, ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων Od.7.283 ; ἐ. τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Hdt.3.138 ; πρὸς τὰς πέτρας Id.8.13 ; πρὸς πέτραις E.Hel.1211 ; ναυαγὸν ἐ. ib.539 ; ἐ. πρὸς τὴν χώραν Pl.Lg.866d ; of things, suffer shipwreck, X.An.7.5.13 ; of fish, to be cast up, Arist.HA601b32. 2 fall from a thing, i.e. be deprived of it, ἐκ πολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐς πτωχηΐην Hdt.3.14, cf.Lys.Fr.1.1 ; τυραννίδος, ἀρχῆς, A.Pr.756,757 ; [ἀπὸ] τῶν ἐλπίδων Th.8.81 ; ἐκ τῆς δόξης Isoc.5.64 ; τῶν ὑπαρχόντων Phld.Ir.p.51 W. 3 to be driven out, [ἐκ τῆς ἀκροπόλιος] Hdt.5.72 ; to be banished, ἐ. ἐκ τῆς πατρίδος Id.1.150, cf. 6.121 ; ἐ. χθονός S.OC766, cf. Aj.1177 ; ἐ. πολέμῳ ἢ στάσει Th.1.2 ; γυμνὸς θύραζ ἐξέπεσον Ar.Pl.244 ; ὑπό τινος by a person, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Hdt.8.141 ; ὑπὸ τοῦ πλήθους Th.4.66, cf. Inscr.Prien.37.71 ; πρός τινος A.Pr.948, S.Ant.679 :—in Th.7.50 the prep. ἐς is corrupt. 4 of limbs, to be dislocated, Hp.Art.8, etc. ; of flesh, mortify and separate itself, Id.Fract. 27 ; so ἐ. ὀδόντες, πτερά, Arist.GA745b6, HA519a26, etc. ; of atoms, ἐκπεσοῦσαι κατέψυξαν Epicur.Fr.60. 5 go forth, sally out, Hdt.9.74 ; ἐκ τοῦ σταυρώματος X.HG4.4.11 : abs., Id.An.5.2.17 ; of rays, issue forth, Alex. Aphr. de An.127.31. 6 come out, of votes, X.Smp.5.10 ; turn out, happen, Vett.Val.70.27, al. 7 escape, Th.6.95. 8 of oracles, issue, χρησμὸς ἐκπίπτει Luc.Alex.43, etc. ; ἐκπεσεῖν φωνὴν ἐξ ἄλσους Plu.Publ.9 ; to be published, become known, εἰς ἀνθρώπους ἀπαιδεύτους Pl.Ep.314a ; φήμη ἐ. ἐς τοὺς Ἕλληνας Plu.Cleom.5 : abs., ἀπόκρισις ἐ. Plb.30.32.10. 9 depart, ἐκ τῆς ὁδοῦ X.An.5.2.31 ; ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Pl.R.495a. b digress, Isoc.12.88 ; ἐ. ἐκ τοῦ λόγου Aeschin. 2.34 ; but ἐ. τῆς διανοίας miss the sense, Olymp.in Mete.7.26 ; fall outside of a class, Alex.Aphr. de An.169.17. 10 of things, escape one unawares, φασὶν ἐκπεσεῖν αὐτούς Arist.EN1111a9, cf. Plu.Per.8 ; ἐ. τὴν αἴσθησιν Alex.Aphr. in Sens. 147.18 ; of reason, fail, be lacking, Arist.MM1202a3. 11 degenerate, εἰς ἀλλότριον ἦθος Pl.R.497b ; εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν slip into.., Arist.Pol.1342b11 : abs., come to naught, Ep.Rom.9.6 ; to be dilapidated, IG22.204.74. 12 of actors or dramatic pieces, to be hissed off the stage, D.18.265, Arist.Po.1456a18, 1459b31 : so of orators, Pl.Grg.517a, cf.Phlb.13d. 13 ἐ. ἑαυτοῦ lose one's self-control, Philostr.VA3.36 ; ἐ. σκοποῦ miss the mark, ib.8.7. 14 of things, arise from, ἔκ τινος A.D.Adv.136.3. 15 of money, cease to be current, IG7.303.14 (Oropus, iii B.C.). 16 run to excess, δι' ἀοριστίαν Epicur.Sent.Vat.63 ; [ὁ πλοῦτος] εἰς ἄπειρον ἐ. Id.Sent.15, cf.Luc.JConf.7. b Geom., as Pass. of ἐκβάλλω, to be produced, Archim.Spir.14. 17 die, χθὼν ἐκπιπτόντων Not.Scav.1923.35 (unless, = rubbish heap).
German (Pape)
[Seite 773] (s. πίπτω), heraus-, herabfallen; σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός, fiel ihm aus der Hand, Od. 14, 31; δίφρου, ἵππων, Il. 11, 179. 13, 399, wie δίφρων Soph. El. 739; ἀντύγων ἄπο Eur. Phoen. 1193; ἐκ τοῦ τρήματος Ar. Lys. 419; ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Plat. Rep. VI, 495 a. Oft absol., θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, entfiel ihm, Od. 16, 16. Von Bäumen, umfallen, Theophr. – Von Soldaten, einen Ausfall machen, Her. 9, 74; ἐξ οἰκίας ἐκπεσόντες ξίφη ἔχοντες σφαγὰς ποιοῦσι Xen. Hell. 3, 2, 27; An. 5, 2, 18 u. öfter, wie Sp., z. B. Pol. 12, 19, 6. – Oft liegt darin der passive Begriff vertrieben, verdrängt werden, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος Aesch. Prom. 758, vgl. 759. 950 (πρὸς ὧν, womit zu vgl. Soph. κρεῖσσον γὰρ πρὸς ἀνδρὸς ἐκπεσεῖν, d. i. überwunden werden, Antig. 675); 959; ἄθαπτος ἐκπέσοι χθονός, aus dem Lande geworfen werden, Soph. Ai. 1156, vgl. O. C. 770, ins Exil gehen; οἱ Κόλχοι ἐκπεπτωκότες τῶν οἰκιῶν, aus ihren Wohnsitzen vertrieben, Xen. An. 5, 2, 1; πολέμῳ ἢ στάσει ἐκπ. Thuc. 1, 2; absol., οἱ ἐκπεσόντες, die Exilirten; Plat. vrbdt τινὲς τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν διεφθάρησαν, αἱ δὲ καὶ ἐξέπεσον Rep. VIII, 560 a; ἐκπίπτειν ὑπὸ Μήδων ἐκ Πελοποννήσου, durch die Meder vertrieben werden, Her. 8, 141; ἐκπεσόντες ὑπὸ τοῦ πλήθους Thuc. 4, 66; ὑπ' ἐκείνου βίᾳ ἐκ τῆς μισθώσεως Dem. 37, 6. – Ans Land geworfen, verschlagen werden, ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων Od. 7, 283; ναυαγὸς ἐξέπεσον εἰς γῆν τήνδε Eur. Hel. 409; πρὸς πέτραις 1211; κατὰ θάλατταν ἐκπ. πρὸς τὴν χώραν Plat. Legg. IX, 866 c; ἐς τὸν λιμένα Thuc. 2, 92; vgl. Xen. An. 6, 2, 2; auch von Sachen, 7, 5, 13. – Einer Sache verlustig gehen, sie verlieren; ἐκπ. ἐκ τῆς δόξης Isocr. 5, 64; ἐκ τῶν ἐόντων Her. 3, 14; ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Thuc. 8, 81. – Von Theaterstücken, durchfallen, Arist. poet. 24; von Dichtern u. Schauspielern, ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον Dem. 18, 265; ἐκπίπτοντες καὶ συριττόμενοι Luc. pro merc. cond. 5. Von Rednern, die sich nicht in der Volksgunst halten können, Plat. Gorg. 527 a; ὁ λόγος ἡμῖν ἐκπεσὼν οἰχήσεται, wird durchfallen, Phil. 13 d; in der Rede stecken bleiben, Luc. Nigr. 35; ἐκπίπτειν τοῦ λόγου, herauskommen, Aesch. 2, 34. – Ausschlagen, ausfallen, ἡ τοῖς Συρακουσίοις στάσις ἐς φίλια ἐξεπεπτώκει Thuc. 7, 50; ἐς ἀλλότριον εἶδος, ausarten in, Plat. Rep. VI, 497 b; νῦν ἐπὶ τοσοῦτον ἐκπεπτώκαμεν ὥςτε κατακεῖσθαι δαινύμενοι Ath. I, 18 c; ἐς λήθην τινός, vergessen, Aesch. 1, 179. – Αἱ ψῆφοι ἐξέπεσον, wurden ausgeschüttet, Xen. Conv. 5, 10. – Vom Orakel, es wird von einem Orte aus ertheilt, aus dem Heiligthum, ψευδεῖς εἰσιν οἱ νῦν ἐκπίπτοντες ἐκεῖ χρησμοί Luc. Alex. 43; vgl. D. L. 1, 32; φωνὴ ἐξ ἄλσους, tönt aus dem Han hervor, Plut. Popl. 9. – Allgemeiner, auskommen, unter die Leute kommen, bekannt werden, ἐς ἀνθρώπους Plat. Ep. II, 314 a; ταύτης τῆς ἀποκρίσεως ἐκπεσούσης Pol. 31, 8, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐξέπεσον: πρκμ. ἐκπέπτωκα: πίπτω ἔκ τινος, δίφρου, ἵππων Ὁμ.· ἀντύγων ἄπο Εὐρ. Φοίν. 1193, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἰλ. Ο. 465· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, ἔπεσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του, Β. 266: ‒ ἀπολ., πίπτω ἔξω, Ψ. 467· πίπτω κάτω, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 7. ‒ Μεθ᾿ Ὅμ. κατὰ διαφόρους σχέσεις, συχνάκις χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ ἐκβάλλω: 1) ἐπὶ ναυτιλλομένων, ἐκβάλλομαι, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Ἡρόδ. 3. 138, πρβλ. Θ. 13· ἐξέπεσον ἐς γῆν τήνδε Εὐρ. Ἑλ. 409, πρβλ. 539· ἐκπ. πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 866D· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων, ναυαγῶ, πίπτω ἔξω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· ἐπὶ φορτίων πλοίου, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηρὰν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, αὐτόθι 13· ἐπὶ ἰχθύων, καταπήγνυνται καὶ ἐκπίπτουσιν, ἐκβάλλονται εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5· πρβλ. ἐκβάλλω Ι. 1. 2) πίπτω, ἐκ τῆς κοινωνικῆς θέσεώς μου, χάνω τὴν περιουσίαν μου, «ξεπέφτω», Λατ. excidere, ἐκπεπτωκότα ἐκ τῶν ἐόντων Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2· ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας Ἰσοκρ. 184C· τυραννίδος, ἀρχῆς, κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 756, 757, 948· ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Θουκ. 8. 81. 3) ἐκδιώκομαι, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Ἡρόδ. 5. 72· ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξοριζόμενων, ἐκπ. ἐκ τῆς πατρίδος, Λατ. excidere patria, ὁ αὐτ. 1. 150, πρβλ. 6. 121· ἐκπ. χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 766, πρβλ. Αἴ. 1177· ἐκπ. πολέμῳ ἢ στάσει Θουκ. 1. 2· γυμνὸς θύραζ’ ἐξέπεσον Ἀριστοφ. Πλ. 244· ὑπό τινος, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Ἡρόδ. 8. 141, πρβλ. Θουκ. 4. 66· πρός τινος Αἰσχύλ. Πρ. 948, Σοφ. Ἀντ. 679· ― ἐν Θουκ. 7. 50, ἡ πρόθ. ἐς φαίνεται ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη· πρβλ. ἐκβάλλω Ι. 2. 4) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξαρθροῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι καὶ ἐκπίπτω, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769· οὕτως, ἐκπ. ὀδόντες, πτερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 55, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 5) ἐπεξέρχομαι, ἐκβοηθῶ, ἐξορμῶ, Ἡρόδ. 9. 74· ἐκ τοῦ σταυρώματος Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 17. 6) ἐξέρχομαι, πίπτω ἔξω, ἐπὶ ψήφων, ὁ αὐτ. Συμπ. 5. 10. 7) διαφεύγω, ἐκφεύγω, Θουκ. 6. 95. 8) ἐπὶ χρησμῶν ἐξερχομένων ἐκ τοῦ ἀδύτου, χρησμὸς ἐκπίπτει μοι, μεταδίδοταί μοι, ἀνακοινοῦταί μοι, Λουκ. Ἀλέξ. 43, κτλ.· κοινολογοῦμαι, δημοσιεύομαι, γνωστοποιοῦμαι, Πλάτ. Ἐπιστ. 314Α, Πολύβ. 31. 8, 10. 9) παρεκκλίνω, ἐκπεσόντες ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν. 5, 2, 31· ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Πλάτ. Πολ. 495Α· παρεκβαίνω, Ἰσοκρ. 250, ἐν τέλ.· ἐκπ. ἐκ τοῦ λόγου Αἰσχίν. 32. 42. 10) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξέπεσέ με, μὲ ἐξέφυγε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17. 11) μεταπίπτω, εἰς ἀλλότριον εἶδος Πλάτ. Πολ. 497Β· εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ἀπολ., καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 6. 12) ἐπὶ ἠθοποιῶν ἢ δραματικῶν ἔργων, ἐκσυρρίτομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodi, Δημ. 315. 10, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 7· οὕτω καὶ ἐπὶ ῥητόρων, Πλάτ. Γοργ. 517Α, πρβλ. Φίληβ. 13D· πρβλ. ἐκβάλλω IV, συρίζω. 13) ἐπὶ δένδρων, ἅπερ ὁ ἄνεμος ἐκσπάσας κατέρριψν, ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες Ξενοφ. Ἀν. 2. 2, 10· πρβλ. ἐκβάλλω ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπεσοῦμαι, ao.2 ἐξέπεσον, pf. ἐκπέπτωκα, pqp. ἐξεπεπτώκειν;
I. tomber de :
1 au pr. δίφρου IL, ἵππων IL tomber d’un char;
2 être renversé, chassé : ὑπό τινος, πρός τινος par qqn ; ἐκ Πελοποννήσου HDT être chassé du Péloponnèse ; fig. τυραννίδος ESCHL être renversé de la royauté ; ἐκ τῆς πατρίδος HDT, χθονός SOPH être banni de sa patrie ; abs. ἐκπίπτω être exilé ; fig. ἐκπ. ἀπὸ τῶν ἐλπίδων THC être précipité de ses espérances ; ἐκ τῶν ἐόντων HDT perdre sa fortune ; en parl. d’acteurs ou d’orateurs tomber, faire une chute, échouer;
II. s’écarter : ἐκ τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; fig. ἐκ τοῦ λόγου ESCHN s’écarter du sujet de son discours ; avec εἰς ou πρός, aller échouer dans ou sur : ἐς λιμένα THC dans un port;
III. se précipiter hors de :
1 sortir précipitamment;
2 faire une sortie en parl. d’assiégés ou de soldats retranchés;
3 s’échapper;
4 sans idée de précipitation sortir de : χρησμὸς ἐκπίπτει μοι LUC l’oracle que j’attendais sort du sanctuaire ; ἐξέπεσε φωνὴ ἐξ ἄλσους PLUT une voix sortit du bois sacré ; se répandre, être publié, être connu.
Étymologie: ἐκ, πίπτω.