εἰκάζω: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκάζω''': παρατ. εἴκαζον Ἡρόδ., ἀλλ’ Ἀττ. ᾔκαζον Εὐρ., κλ.: - μέλλ. -άσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 49: - ἀόρ. εἴκασα, Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασα: πρκμ. εἴκακα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151: - Παθ., μέλλ. εἰκασθήσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 783· Ἀττ. ἀόρ. ᾐκάσθην Ξεν.· πρκμ. εἴκασμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 230, Πλάτ. Κρατ. 439Α· - πρβλ. ἀντ-, ἀπ-, ἐξεικάζω. - Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον [[ῥῆμα]], ἐν ὧ τὸ εἰ- τρέπεται εἰς ᾐ- ἐν τῇ χρον. αὐξήσει. Ἀπεικονίζω, ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν Ξεν. Οἰκ. 10. 1· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, ἐζωγραφημένη ὁμοία τῇ πραγματικότητι, Ἡρόδ. 2. 182· αἰετὸς εἰκασμένος, [[ὁμοίωμα]] ἀετοῦ, ὁ αὐτ. 3. 28· χειρὶ τεκτόνων [[δέμας]]... εἰκασθὲν Εὐρ. Ἄλκ. 349. ΙΙ. [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]] τι [[πρός]] τι ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν Αἰσχύλ. Χο. 633, Εὐμ. 49, Ἀριστοφ. Νεφ. 350· ὡς εἰκάσαι βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην, ἐφ’ ὅσον δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ βασιλείαν πρὸς πολιτείαν, Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 4. 31· [[περιγράφω]] διὰ παραβολῆς ἢ παρομοιώσεως, ὁ αὐτ. 7. 162: - Παθ., εἶμαι [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 942, 1253, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 783. ΙΙΙ. [[ἐξάγω]] ἐκ συγκρίσεως καὶ παραβολῆς, [[σχηματίζω]] εἰκασίαν, [[εἰκάζω]], Λατ. conjicere, [[καταλήγω]] εἰς [[συμπέρασμα]], Ἡρόδ. 1. 68., 7. 49, Σοφ. Ο. Κ. 1504, 1677· συχνὸν ἐν τῇ φράσει ὡς εἰκάσαι, ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, μαντεύσῃ, Ἡρόδ. 1. 34., 2. 104, κτλ.· σπανίως [[ἄνευ]] τοῦ ὡς, ἀλλ’ εἰκάσαι μέν, ἡδὺς Σοφ. Ο. Τ. 82: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[συμπεραίνω]] ὅτι ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], [[μαντεύω]] ὅτι [[εἶναι]], [[εἰκάζω]], Ἡρόδ. 4. 132, Θουκ. 5. 9, κτλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀμαζόνας... ἂν ᾔκασ’ ὑμᾶς (ἐνν. [[εἶναι]]) Αἰσχύλ. Ἱκ. 288, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1244: - εἰκ. τι ἔκ τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 356, Θουκ. 3. 20· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 10· [[σχηματίζω]] εἰκασίαν [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἔχοιμ’ ἂν εἰκάσαι τόδε Αἰσχύλ. Χο. 518, Ἀντιφῶν 137. 2: - ἀπολ., εἰκ. τεκμαιρόμενος Λυσ. 105, 8· εἰκ. [[καλῶς]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243 β, κτλ. | |lstext='''εἰκάζω''': παρατ. εἴκαζον Ἡρόδ., ἀλλ’ Ἀττ. ᾔκαζον Εὐρ., κλ.: - μέλλ. -άσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 49: - ἀόρ. εἴκασα, Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασα: πρκμ. εἴκακα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151: - Παθ., μέλλ. εἰκασθήσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 783· Ἀττ. ἀόρ. ᾐκάσθην Ξεν.· πρκμ. εἴκασμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 230, Πλάτ. Κρατ. 439Α· - πρβλ. ἀντ-, ἀπ-, ἐξεικάζω. - Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον [[ῥῆμα]], ἐν ὧ τὸ εἰ- τρέπεται εἰς ᾐ- ἐν τῇ χρον. αὐξήσει. Ἀπεικονίζω, ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν Ξεν. Οἰκ. 10. 1· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, ἐζωγραφημένη ὁμοία τῇ πραγματικότητι, Ἡρόδ. 2. 182· αἰετὸς εἰκασμένος, [[ὁμοίωμα]] ἀετοῦ, ὁ αὐτ. 3. 28· χειρὶ τεκτόνων [[δέμας]]... εἰκασθὲν Εὐρ. Ἄλκ. 349. ΙΙ. [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]] τι [[πρός]] τι ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν Αἰσχύλ. Χο. 633, Εὐμ. 49, Ἀριστοφ. Νεφ. 350· ὡς εἰκάσαι βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην, ἐφ’ ὅσον δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ βασιλείαν πρὸς πολιτείαν, Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 4. 31· [[περιγράφω]] διὰ παραβολῆς ἢ παρομοιώσεως, ὁ αὐτ. 7. 162: - Παθ., εἶμαι [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 942, 1253, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 783. ΙΙΙ. [[ἐξάγω]] ἐκ συγκρίσεως καὶ παραβολῆς, [[σχηματίζω]] εἰκασίαν, [[εἰκάζω]], Λατ. conjicere, [[καταλήγω]] εἰς [[συμπέρασμα]], Ἡρόδ. 1. 68., 7. 49, Σοφ. Ο. Κ. 1504, 1677· συχνὸν ἐν τῇ φράσει ὡς εἰκάσαι, ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, μαντεύσῃ, Ἡρόδ. 1. 34., 2. 104, κτλ.· σπανίως [[ἄνευ]] τοῦ ὡς, ἀλλ’ εἰκάσαι μέν, ἡδὺς Σοφ. Ο. Τ. 82: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[συμπεραίνω]] ὅτι ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], [[μαντεύω]] ὅτι [[εἶναι]], [[εἰκάζω]], Ἡρόδ. 4. 132, Θουκ. 5. 9, κτλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀμαζόνας... ἂν ᾔκασ’ ὑμᾶς (ἐνν. [[εἶναι]]) Αἰσχύλ. Ἱκ. 288, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1244: - εἰκ. τι ἔκ τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 356, Θουκ. 3. 20· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 10· [[σχηματίζω]] εἰκασίαν [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἔχοιμ’ ἂν εἰκάσαι τόδε Αἰσχύλ. Χο. 518, Ἀντιφῶν 137. 2: - ἀπολ., εἰκ. τεκμαιρόμενος Λυσ. 105, 8· εἰκ. [[καλῶς]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243 β, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> εἴκαζον, <i>att.</i> [[ᾔκαζον]], <i>f.</i> εἰκάσω, <i>ao.</i> εἴκασα, <i>att.</i> [[ᾔκασα]], <i>pf.</i> εἴκακα;<br /><i>Pass. f.</i> εἰκασθήσομαι, <i>ao.</i> ᾐκάσθην, <i>pf.</i> εἴκασμαι <i>et</i> ᾔκασμαι;<br /><b>1</b> représenter, figurer en traits ressemblants : τινα γραφῇ XÉN dessiner les traits <i>ou</i> faire le portrait de qqn ; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη HDT image peinte d’une façon ressemblante ; <i>en mauv. part</i> contrefaire;<br /><b>2</b> assimiler, comparer : τινά τινι, une personne à une autre ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[καί]] [[τι]], une chose à une autre;<br /><b>3</b> se représenter ; conjecturer : [[τι]], qch ; [[τι]] [[εἶναι]], que qch est ; [[τι]] ἔκ τινος, [[ἀπό]] τινος, τινι, conjecturer une chose d’après une autre ; [[ὡς]] εἰκάσαι HDT <i>ou</i> εἰκάσαι <i>seul</i> SOPH autant qu’on peut le conjecturer.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, ressembler ; cf. *[[εἴκω]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. ἐϊκάσδω Sapph.104: impf.
A εἴκαζον Hdt.4.133, but Att. ᾔκαζον Ar.Ec.385: fut. -άσω A.Eu.49: aor. εἴκασα Hdt.2.104, Att. ᾔκασα Ar.Nu.350, etc.: pf. εἴκακα Sch.Ar.V.151:—Pass., fut. εἰκασθήσομαι Ar.Ach.783: aor. εἰκάσθην X.HG7.5.22: pf. εἴκασμαι Hdt.3.28, Att. ᾔκασμαι (ἐξ-) Ar.Eq.230 (but εἴκασται Pl.Cra.439a).— This is the only Verb that augments εἰ- by ᾐ-:—represent by an image or likeness, portray, γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας X.Oec.10.1; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη a figure painted to the life, Hdt.2.182; αἰετὸς εἰκασμένος a figure like an eagle, Id.3.28; χειρὶ τεκτόνων δέμας . . εἰκασθέν E.Alc.349; κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς made themselves like Centaurs, Ar.Nu.350; τοῦ θεοῦ . . ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν Id.Ra.594. II liken, compare, ὄρπακι βραδίνῳ σε μάλιστ' ἐϊκάσδω Sapph. l.c., cf. A.Ch.633 (lyr.), Eu.49, etc.; describe by a comparison, εἰ. τι ὡς ἰ . . Hdt.7.162, cf.4.31, Arist.EN1106b30:—Pass., to be like, resemble, τινί E.Ba.942, 1253, etc.; πρός τινα Ar.Ach.783. III infer from comparison, form a conjecture, Hdt.1.68,7.49, S.OC1504, 1677 (lyr.), Isoc.3.26; freq. in phrase ὡς εἰκάσαι so far as one can guess, ὡς εἰκάσαι, βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην αἰτεομένους Hdt.9.34, cf. 1.34, etc.; rarely without ὡς, ἀλλ', εἰκάσαι μέν, ἡδύς S.OT82: c. acc. et inf., Hdt.4.132, Antipho Soph.53, Th.5.9, etc.: omisso inf., Ἀμαζόνας . . ἂν ᾔκασ' ὑμᾶς (sc. εἶναι) A.Supp.288; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας (sc. εἶναι); S.Ant.1244; εἰ. τι ἔκ τινος A.Th.356 (lyr.), Th.3.20; ἀπό τινος Id.1.10; εἰ. τι make a guess about it, A.Ch.518, Antipho 5.64; τινί Th.1.9, Plu.Publ.14; estimate, τὴν κριθήν, τὰ τετρυγημένα εἰς... at a given quantity, PSI 5.522 (iii B. C.), PGurob8.14 (iii B.C.): abs., εἰ. τεκμαιρόμενος Lys. 6.20; εἰ. καλῶς Men.852.
German (Pape)
[Seite 726] fut. εἰκάσω, Aesch. Eum. 49; εἴκασα, Plat. Conv. 216 c; εἰκασμένη, Phaedr. 248 a; das von den Atticisten empfohlene Augm. ᾔκασε Ar. Equ. 1071, ᾐκάσμεθα Av. 807; Aesch. Suppl. 285; ähnlich machen: – a) von bildlicher Darstellung; εἰκασμένη γραφῇ εἰκών Her. 2, 182; Ζεῦξις καλὴν γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας, malte, Xen. Oec. 10, 1; von einer Statue, Eur. Alc. 349; πάνυ εἰκασμένη, sehr ähnlich, Luc. Alex. 4, u. so öfter im pass.: μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις Eur. Bacch. 1253; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 22; εἴκασται, ist ähnlich gemacht, Plat. Crat. 439 a; ποττὰν ματέρ' εἰκασθήσεται Ar. Ach. 783; τὸ εἰκασθέν = das Nachgebildete, d. i. Vorbild, Plat. Phaedr. 250 b. – Auch von Nachäffung u. Verspottung, Xen. Conv. 6, 8; vgl. Plat. Men. 80 b; Arist. rhet. 3, 4. – Bildlich ausdrücken, Her. 4, 31. – b) in Gedanken, d. i. vergleichen, τινά τινι, Ar. Nubb. 350; Plat. Gonv. 216 c; ὡς σμικρὸν μεγάλῳ εἰκάσαι Thuc. 4, 36; πολιτηΐην τε καὶ βασιληΐην Her. 9, 34. – c) durch Vergleichung von Kennzeichen u. Umständen errathen, vermuthen, πολλαχόθεν τεκμαιρόμενος ἔχω εἰκάζειν Lys. 6, 20; Ggstz οἶδα Thuc. 6, 92; σαφῶς εἰδώς Xen. An. 1, 6, 11; – ἔκ τινός τι, Aesch. Spt. 356; Thuc. 3, 20; ἀπὸ τῆς ὄψεως, nach dem Anblick, 1, 10; τινί, z. B. ταύτῃ τῇ στρατείᾳ, οἷα ἦν τά ... 1, 9. – Oft folgt acc. c. inf., Thuc. 5, 9, u. bloß acc., z. B. τὸ γιγνόμενον 3, 22; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας Soph. Ant. 1244; vgl. Aesch. Suppl. 288; – ὡς εἰκάσαι, so viel man vermuthen kann, Her. 1, 34; Eur. Bacch. 1076; so εἰκάσαι allein, Soph. O. R. 82.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκάζω: παρατ. εἴκαζον Ἡρόδ., ἀλλ’ Ἀττ. ᾔκαζον Εὐρ., κλ.: - μέλλ. -άσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 49: - ἀόρ. εἴκασα, Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασα: πρκμ. εἴκακα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151: - Παθ., μέλλ. εἰκασθήσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 783· Ἀττ. ἀόρ. ᾐκάσθην Ξεν.· πρκμ. εἴκασμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 230, Πλάτ. Κρατ. 439Α· - πρβλ. ἀντ-, ἀπ-, ἐξεικάζω. - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον ῥῆμα, ἐν ὧ τὸ εἰ- τρέπεται εἰς ᾐ- ἐν τῇ χρον. αὐξήσει. Ἀπεικονίζω, ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν Ξεν. Οἰκ. 10. 1· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, ἐζωγραφημένη ὁμοία τῇ πραγματικότητι, Ἡρόδ. 2. 182· αἰετὸς εἰκασμένος, ὁμοίωμα ἀετοῦ, ὁ αὐτ. 3. 28· χειρὶ τεκτόνων δέμας... εἰκασθὲν Εὐρ. Ἄλκ. 349. ΙΙ. παρομοιάζω, παραβάλλω τι πρός τι ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν Αἰσχύλ. Χο. 633, Εὐμ. 49, Ἀριστοφ. Νεφ. 350· ὡς εἰκάσαι βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην, ἐφ’ ὅσον δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ βασιλείαν πρὸς πολιτείαν, Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 4. 31· περιγράφω διὰ παραβολῆς ἢ παρομοιώσεως, ὁ αὐτ. 7. 162: - Παθ., εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 942, 1253, κτλ.· πρός τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 783. ΙΙΙ. ἐξάγω ἐκ συγκρίσεως καὶ παραβολῆς, σχηματίζω εἰκασίαν, εἰκάζω, Λατ. conjicere, καταλήγω εἰς συμπέρασμα, Ἡρόδ. 1. 68., 7. 49, Σοφ. Ο. Κ. 1504, 1677· συχνὸν ἐν τῇ φράσει ὡς εἰκάσαι, ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, μαντεύσῃ, Ἡρόδ. 1. 34., 2. 104, κτλ.· σπανίως ἄνευ τοῦ ὡς, ἀλλ’ εἰκάσαι μέν, ἡδὺς Σοφ. Ο. Τ. 82: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., συμπεραίνω ὅτι ἔχει οὕτω τὸ πρᾶγμα, μαντεύω ὅτι εἶναι, εἰκάζω, Ἡρόδ. 4. 132, Θουκ. 5. 9, κτλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀμαζόνας... ἂν ᾔκασ’ ὑμᾶς (ἐνν. εἶναι) Αἰσχύλ. Ἱκ. 288, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1244: - εἰκ. τι ἔκ τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 356, Θουκ. 3. 20· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 10· σχηματίζω εἰκασίαν περί τινος πράγματος, οὐκ ἔχοιμ’ ἂν εἰκάσαι τόδε Αἰσχύλ. Χο. 518, Ἀντιφῶν 137. 2: - ἀπολ., εἰκ. τεκμαιρόμενος Λυσ. 105, 8· εἰκ. καλῶς Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243 β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. εἴκαζον, att. ᾔκαζον, f. εἰκάσω, ao. εἴκασα, att. ᾔκασα, pf. εἴκακα;
Pass. f. εἰκασθήσομαι, ao. ᾐκάσθην, pf. εἴκασμαι et ᾔκασμαι;
1 représenter, figurer en traits ressemblants : τινα γραφῇ XÉN dessiner les traits ou faire le portrait de qqn ; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη HDT image peinte d’une façon ressemblante ; en mauv. part contrefaire;
2 assimiler, comparer : τινά τινι, une personne à une autre ; τί τινι, τι καί τι, une chose à une autre;
3 se représenter ; conjecturer : τι, qch ; τι εἶναι, que qch est ; τι ἔκ τινος, ἀπό τινος, τινι, conjecturer une chose d’après une autre ; ὡς εἰκάσαι HDT ou εἰκάσαι seul SOPH autant qu’on peut le conjecturer.
Étymologie: R. Ϝικ, ressembler ; cf. *εἴκω¹.